Ο γνωστός και στο ελληνικό κοινό, Όλεγκ Μπλαχίν!
Θεωρείται ο δεύτερος σημαντικότερος Σοβιετικός παίκτης μετά τον Λεβ Γιάσιν και ο κορυφαίος Ουκρανός.
Γεννήθηκε στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, το 1952.
Η μητέρα του ήταν πολλαπλή πρωταθλήτρια της Σοβιετικής Ένωσης στο πένταθλο, στα σπριντ και στο άλμα εις μήκος.
Ο πατέρας του ήταν Ρώσος αστυνομικός, βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και σπρίντερ. Λόγω των γονιών του ο μικρός Όλεγκ ασχολήθηκε γρήγορα με τα σπριντ και στην ηλικία των δεκαέξι ετών έτρεξε τα εξήντα μέτρα σε λιγότερο από 7 δευτερόλεπτα και τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα.
Εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής της Ντιναμό Κιέβου το 1962 και έμεινε εκεί για επτά χρόνια, μία περίοδο που ο Βίκτορ Μασλόβ έθετε τις βάσεις για την σπουδαία πορεία που θα ακολουθούσε, κατακτώντας παράλληλα και τρία πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης.
Με την ομάδα του Κιέβου υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο το 1969 σε ηλικία 17 ετών.
Συνδύαζε ταχύτητα με απόλυτη ισορροπία και ως εκ τούτου με απανωτές ντρίπλες, ταχύτητα με εξαντλητικές προπονήσεις και πειθαρχία έφτασε στα 21 του χρόνια, να θεωρείται ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της χώρας.
Στην ομάδα της Ντιναμό παρέμεινε για 19 χρόνια αγωνιζόμενος ως αριστερός ακραίος επιθετικός έχοντας κατακτήσει αρκετούς τίτλους τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Από το 1972 έως το 1975 ήταν τέσσερις συνεχόμενες φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Κορυφαία αγωνιστική περίοδος αυτή του 1975 όπου η ομάδα κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, ενώ ο ίδιος τη Χρυσή Μπάλα.
Στη διοργάνωση του ευρωπαϊκού Κυπέλλου η Ντιναμό απέκλεισε την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, την Μπούρσασπορ και την Αϊντχόφεν, έφτασε στον τελικό με την Φερεντσβάρος, όπου τη νίκησε εύκολα.
Το 3–0 διαμορφώνει ο Μπλαχίν με ατομική προσπάθεια, όπου προσπερνά και τον τερματοφύλακα.Όμως τις καλύτερες εμφανίσεις του τις έκανε στο διπλό τελικό του Σούπερ Κυπέλλου Ευρώπης απέναντι στη Μπάγερν Μονάχου.
Περίπου 30.000 θεατές βρέθηκαν στις κερκίδες του γηπέδου στις 9 Σεπτεμβρίου 1975 σε ένα αμφίρροπο αγώνα στο Μόναχο. Ο Μπλαχίν στο 66ο λεπτό πήρε την μπάλα 20 μέτρα πίσω από τη σέντρα.
Μετά από 14 δευτερόλεπτα, χωρίς η μπάλα να αλλάξει κάτοχο, το σκορ ήταν 1–0 για τους Σοβιετικούς.
Ο 22χρονος επιθετικός είχε σημειώσει ένα από τα καλύτερα γκολ στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, απέναντι στην καλύτερη ομάδα του κόσμου.
Στον επαναληπτικό της 6ης Οκτωβρίου πάνω από 600.000 φίλαθλοι έκαναν αίτηση για εισιτήριο και τελικά «μόλις» 105.000 από αυτούς κατόρθωσαν να βρεθούν στις εξέδρες του Ολυμπιακού Σταδίου του Κιέβου.
Δύο γκολ του Μπλαχίν ήταν αρκετά για το τελικό αποτέλεσμα.Το 1985–86 η Ντιναμό κατακτά το δεύτερο Ευρωπαϊκό τίτλο νικώντας στον τελικό την Ατλέτικο Μαδρίτης πάλι εύκολα με 3–0 με ένα γκολ του Μπλαχίν, ο οποίος ήταν και πρώτος σκόρερ διοργάνωσης με πέντε γκολ.
Συνολικά, με την ομάδα του Κιέβου πραγματοποίησε 432 εμφανίσεις πρωταθλήματος και πέτυχε 211 γκολ (πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο πρωτάθλημα) και εξακολουθεί να κατέχει μέχρι σήμερα το ρεκόρ του πρώτου σκόρερ της Ντιναμό Κιέβου (266 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις σε 582 επίσημους αγώνες).
Στην καριέρα του στη Σοβιετική Ένωση σημείωσε 383 γκολ σε επίσημους αγώνες.
Ακατάρριπτο ρεκόρ αποτελούν και οι πέντε τίτλοι πρώτου σκόρερ που κέρδισε στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης.
Κέρδισε τον τίτλο του Σοβιετικού Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς τρεις φορές και του Ουκρανού Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς εννέα, επιδόσεις που συνιστούν ρεκόρ μέχρι σήμερα.
Το 1988, έπειτα από μία σπουδαία καριέρα στο πρωτάθλημα της Σιοβιετικής Ένωσης, ο Μπλαχίν αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αυστρία για λογαριασμό της Βόρβαρτς Στέιρ, στην οποία αγωνίστηκε για ένα χρόνο, όντας ένας από τους πρώτους ποδοσφαιριστές της Σοβιετικής Ένωσης που μεταγράφηκαν σε ομάδα εκτός χώρας.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην ομάδα της Αυστρίας πέτυχε εννιά γκολ σε σύνολο 41 εμφανίσεων.
Το καλοκαίρι του 1989, ο Μπλαχίν πήρε μεταγραφή στον Άρη Λεμεσού.
Στην ομάδα της Κύπρου παρέμεινε για ένα χρόνο πραγματοποιώντας 22 εμφανίσεις και πετυχαίνοντας και πέντε γκολ.
Μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου 1989–90, ο Μπλαχίν αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και να βάλει τέλος στην πλούσια και πολυετή καριέρα του.
Μετά το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας ως ποδοσφαιριστής, ο Μπλαχίν αποφάσισε να συνεχίσει να ασχολείται με το άθλημα αλλά από ένα άλλο πόστο και συγκεκριμένα αυτό του προπονητή.
Από το 1990 και μέχρι το 2002, ο Μπλαχίν εργάστηκε ως προπονητής σε ομάδες της Ελλάδος και συγκεκριμένα στον Ολυμπιακό Πειραιώς, τον ΠΑΟΚ, τον Ιωνικό Νίκαιας και την ΑΕΚ.
Με τον Ολυμπιακό κέρδισε το Κύπελλο και το Σούπερ Κύπελλο Ελλάδας τη σεζόν 1991–92.
Ο Μπλαχίν στην Ελλάδα έγινε περισσότερο αυθόρμητος, αν και αυτό δεν ήταν εξίσου απροσδόκητο, αφού ανέκαθεν ήταν ευθύς και ειλικρινής χαρακτήρας, κάτι που φαινόταν και στις δηλώσεις του, οι οποίες τις πιο πολλές φορές κάθε άλλο παρά κοινότυπες ήταν.
Έχει διατελέσει δύο φορές προπονητής της Εθνική ομάδας ποδοσφαίρου της Ουκρανίας (2003–07, 2011–12).
Στην πρώτη περίοδο οδήγησε την ομάδα στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας της, το 2006, ενώ στη δεύτερη πέτυχε την πρόκριση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 2012.
Άλλες ομάδες στις οποίες έχει εργαστεί ως προπονητής είναι η ρωσική ΦΚ Μόσχας και η ουκρανική Ντιναμό Κιέβου με την οποία έκλεισε την καριέρα του το 2014.