Η Λίστα του Σίντλερ, είναι αμερικανικό πολεμικό βιογραφικό δράμα παραγωγής 1993 με θέμα τον Όσκαρ Σίντλερ, έναν Γερμανό επιχειρηματία που έσωσε τις ζωές χιλίων Πολωνών Εβραίων στο Ολοκαύτωμα προσλαμβάνοντάς τους στα εργοστάσια του.
Την ταινία σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και το σενάριο έγραψε ο Στίβεν Ζαϊλίαν, βασισμένο στη νουβέλα Schindler’s Ark του Τόμας Κενάλι.
Πρωταγωνιστούν οι Λίαμ Νίσον, Ρέιφ Φάινς και Μπεν Κίνγκσλεϊ.
Η ιδέα μιας ταινίας για τους Εβραίους του Σίντλερ είχε προταθεί από το 1963.
Ο Πόλντεκ Πφέφερμπεργκ, ένας από τους Εβραίους του Σίντλερ, έκανε σκοπό της ζωής του να γνωστοποιήσει την ιστορία του Σίντλερ.
Όταν ο παραγωγός Σιντ Σάινμπεργκ έστειλε μια περίληψη της νουβέλας Schindler’s Ark στον Σπίλμπεργκ, ο σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε. Εξέφρασε αρκετό ενδιαφέρον ώστε η Universal να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου.
Ωστόσο ήταν αβέβαιος για το αν έπρεπε να σκηνοθετήσει ο ίδιος μια ταινία με θέμα το Ολοκαύτωμα.
Ο Σπίλμπεργκ προσπάθησε να δώσει το πρότζεκτ σε άλλους σκηνοθέτες πριν αποφασίσει να το σκηνοθετήσει ο ίδιος, αφού άκουσε για την άρνηση του Ολοκαυτώματος
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 15 Δεκεμβρίου 1993.
Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αποφέροντας 322,1 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.
Έλαβε 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Νίσον και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Φάινς, κερδίζοντας 7, ανάμεσά τους για Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία και Διασκευασμένου Σεναρίου.
Βραβεύτηκε επίσης με 7 βραβεία BAFTA και 3 Χρυσές Σφαίρες.
Το 2004 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.
Η ταινία ξεκινά το 1939 με την επανατοποθέτηση των Πολωνών Εβραίων στο Γκέτο της Κρακοβίας λίγο μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εν τω μεταξύ ο Όσκαρ Σίντλερ, ένας Γερμανός επιχειρηματίας από τη Μοραβία, φτάνει στην πόλη με την ελπίδα να κάνει περιουσία από τον πόλεμο.
Ο Σίντλερ δωροδοκεί την Βέρμαχτ και τους αξιωματικούς των Ες Ες και έτσι αγοράζει ένα εργοστάσιο για την παραγωγή εφοδίων του στρατού.
Χωρίς να γνωρίζει πολλά για το πως να διευθύνει μια επιχείρηση, προσλαμβάνει τον Ιτζάκ Στερν, υπάλληλο του Εβραϊκού Συμβουλίου, ο οποίος έχει επαφές με τους Εβραίους επιχειρηματίες και τους μαυραγορίτες μέσα στο γκέτο.
Οι Εβραίοι επιχειρηματίες δανείζουν στο Σίντλερ τα χρήματα για το εργοστάσιο με αντάλλαγμα ποσοστό από τα κέρδη.
Ο Σίντλερ προσλαμβάνει μόνο Εβραίους καθώς κοστίζουν λιγότερο αφού οι μισθοί τους πηγαίνουν στην Ες Ες.
Οι εργάτες του Σίντλερ επιτρέπεται να βρίσκονται και εκτός του γκέτο και ο Στερν πλαστογραφεί έγγραφα για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους ως “χρήσιμους” στους Γερμανούς ώστε να τους σώσει από μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και από το θάνατο.
Ο Υπολοχαγός των Ες Ες Άμον Γκετ φτάνει στην Κρακοβία για να αρχίσει την κατασκευή του στρατοπέδου συγκέντρωσης Πλαστσόφ.
Δίνει εντολή να αδειάσει το γκέτο και η Επιχείρηση Ράινχαρντ στην Κρακοβία αρχίζει, με εκατοντάδες στρατεύματα να αδειάζουν τα συνωστισμένα δωμάτια και να δολοφονούν όποιον διαμαρτύρεται ή δε συνεργάζεται, ηλικιωμένο ή παιδί.
Ο Σίντλερ από μακριά παρακολουθεί τη σφαγή και επηρεάζεται σφοδρά.
Παρ’ όλα αυτά γίνεται φίλος με τον Γκετ και συνεχίζει να έχει την υποστήριξη και την προστασία των Ες Ες.
Ο Σίντλερ δωροδοκεί τον Γκετ ώστε να του επιτρέψει να χτίσει στρατόπεδο για τους εργάτες του.
Αρχικά οι προθέσεις του είναι να βγάλει χρήματα αλλά στην πορεία αρχίζει να διατάζει τον Στερν να σώσει όσες περισσότερες ζωές μπορεί. Καθώς ο πόλεμος παίρνει άλλη τροπή, διαταγή από το Βερολίνο αναγκάζει τον Γκετ να καταστρέψει όλα τα σώματα των Εβραίων που δολοφονήθηκαν, να διαλύσει το γκέτο του Πλαστσόφ και να στείλει τους εναπομείναντες Εβραίους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Στην αρχή ο Σίντλερ ετοιμάζεται να φύγει από την Κρακοβία, αλλά δεν μπορεί να το κάνει και ζητάει από τον Γκετ να του επιτρέψει να κρατήσει τους εργάτες του ώστε να τους μετάφερει στην γενέτειρα πόλη του στη Μοραβία μακριά από την Τελική Λύση.
Ο Γκετ δέχεται αλλά χρεώνει πολύ ακριβά κάθε έναν εργάτη ξεχωριστά.
Ο Σίντλερ με τον Στερν συντάσσουν μια λίστα με τους εργάτες που δεν θα μεταφερθούν στο Άουσβιτς.
“Η Λίστα του Σίντλερ” αποτελείται από “ικανούς” τρόφιμους και για πολλούς στο στρατόπεδο Πλαστσόφ, το να υπάρχει το όνομά τους στη λίστα είναι πολύ σημαντικό γιατί μπορεί να οδηγήσει στη ζωή ή στο θάνατό τους. Σχεδόν όλοι από τη λίστα φτάνουν στο στη Μοραβία.
Το τραίνο που μεταφέρει τις γυναίκες κατά λάθος πηγαίνει στο Άουσβιτς.
Οι γυναίκες νομίζουν ότι οδηγούνται στο θάλαμο αερίων αλλά αρχίζουν να κλαίνε από χαρά όταν νερό πέφτει από τις ντουζιέρες.
Ο Σίντλερ πηγαίνει αμέσως στο Άουσβιτς και δωροδοκώντας τον υπεύθυνο του στρατοπέδου σώζει όλες τις γυναίκες της λίστας του.
Μόλις φτάνουν στη Μοραβία, ο Σίντλερ δίνει αυστηρές εντολές στους Ες Ες φύλακες να μην πυροβολήσουν ή βασανίσουν κανέναν.
Για να κρατήσει τους εργάτες του ζωντανούς, ξοδεύει σχεδόν όλη του την περιουσία για να δωροδοκεί τους Ναζί αξιωματικούς.
Τα χρήματα του τελειώνουν λίγο πριν το Βέρμαχτ παραδοθεί και λήξει ο πόλεμος στην Ευρώπη.
Σαν μέλος των Ναζί και κερδοφόρος από τη δουλεία, το 1945 ο Σίντλερ πρέπει να αποδράσει.
Αν και οι φύλακες των Ες Ες έχουν πάρει εντολή να εξοντώσουν τους Εβραίους ο Σίντλερ τους πείθει να γυρίσουν πίσω στις οικογένειές τους σαν άνδρες και όχι σαν δολοφόνοι.
Λίγο πριν φύγει, φορτώνει το αυτοκίνητό του και αποχαιρετά τους εργάτες του.
Του δίνουν ένα γράμμα εξηγώντας πως δεν είναι εγκληματίας πολέμου μαζί με ένα δαχτυλίδι με την επιγραφή “Όποιος σώζει μια ζωή, σώζει ολόκληρο τον κόσμο”.
Ο Σίντλερ συγκινείται αλλά και ντρέπεται, αισθανόμενος ότι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα ώστε να σώσει περισσότερες ζωές.
Οι Εβραίοι του Σίντλερ, έχοντας κοιμηθεί έξω από τις πύλες του εργοστασίου, ξυπνούν το πρωί και ένας Σοβιετικός Δραγώνος καταφτάνει και τους λέει ότι απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό.
Οι Εβραίοι περπατούν μέχρι τη διπλανή πόλη για να βρουν φαγητό.
Μετά από κάποιες σκηνές που απεικονίζει κάποια συμβάντα μετά την λήξη του πολέμου, όπως την εκτέλεση του Άμον Γκετ για εγκλήματα πολέμου και τι απέγινε τελικά ο Σίντλερ, η ταινία επιστρέφει με τους Εβραίους να περπατούν μέχρι τη διπλανή πόλη.
Καθώς περπατούν, η ταινία γεμίζει με χρώματα και δείχνει τον τάφο του Σίντλερ στην Ιερουσαλήμ.
Το φίλμ τελειώνει με τους ηλικιωμένους πλέον πραγματικούς Εβραίους που δούλεψαν στο εργοστάσιο του Σίντλερ, να περνούν χέρι χέρι με τους ηθοποιούς που τους υποδύθηκαν και ο καθένας να αφήνει από μια πέτρα στον τάφο του – ένα εβραϊκό έθιμο που δείχνει βαθιά ευγνωμοσύνη.
Στην τελευταία σκηνή ο Λίαμ Νίσον αν και δεν βλέπουμε το πρόσωπο του, αφήνει ένα τριαντάφυλλο.
Ο Πόλντεκ Πφέφερμπεργκ ήταν ένας από τους Εβραίους του Σίντλερ και έκανε σκοπό της ζωής του να πει την ιστορία του σωτήρα του.
Ο Πφέφερμπεργκ προσπάθησε να γυρίσει μια βιογραφία του Σίντλερ μαζί με την MGM το 1963 αλλά δεν τα κατάφερε.
Το 1982 ο Τόμας Κενάλι, αφού συναντήθηκε με τον Πφέφερμπεργκ, έγραψε το βιβλίο Schindler’s Ark.
Όταν ο Σπίλμπεργκ το διάβασε, εξέφρασε αρκετό ενδιαφέρον ώστε η Universal να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου.
Ο Σπίλμπεργκ δεν ήταν σίγουρος για το αν ήταν ώριμος αρκετά ώστε να κάνει μια ταινία με θέμα το Ολοκαύτωμα και προσπάθησε να δώσει το πρότζεκτ στον Ρόμαν Πολάνσκι, ο οποίος το απέρριψε, έχοντας χάσει τη μητέρα του στο Ολοκαύτωμα και επειδή και ο ίδιος είχε ζήσει και επιβιώσει από το Γκέτο της Κρακοβίας.
Ο Σπίλμπεργκ επίσης πρότεινε την ταινία στον Σίντνεϊ Πόλακ και στον Μάρτιν Σκορσέζε ο οποίος δέχτηκε να σκηνοθετήσει το 1988.
Στην πορεία όμως ο Σπίλμπεργκ άλλαξε γνώμη καθώς πίστευε ότι έχασε την ευκαιρία να κάνει κάτι για τα παιδιά του και την οικογένειά του σχετικά με το Ολοκαύτωμα και έτσι έδωσε στον Σκορσέζε να σκηνοθετήσει την ταινία “Το Ακρωτήρι του Φόβου” (Cape Fear).
Ο Μπίλι Γουάιλντερ εξέφρασε ενδιαφέρον να σκηνοθετήσει.
Το 1993 ο Τόμας Κενάλι αναλαμβάνει να γράψει ένα σενάριο βασισμένο στο βιβλίο του.
Ο Κενάλι έδωσε έμφαση στις πολυάριθμες σχέσεις του Σίντλερ και παραδέχτηκε ότι δεν συμπύκνωσε αρκετά την ιστορία. Τότε ο Σπίλμπεργκ προσέλαβε τον Κερτ Λούντκε να γράψει το επόμενο προσχέδιο.
Ο Λούντκε αποχώρησε τέσσερα χρόνια μετά, αφού βρήκε την ιστορία του Σίντλερ πολύ καλή για να είναι αληθινή.
Στο διάστημα όπου είχε αναλάβει ο Σκορσέζε, είχε προσλάβει τον Στίβεν Ζαϊλίαν να γράψει το σενάριο.
Όταν το πρότζεκτ πήγε πίσω στον Σπίλμπεργκ βρήκε το προσχέδιο των 115 σελίδων πολύ μικρό και ζήτησε από τον Ζαϊλίαν να το επεκτείνει στις 195 σελίδες.
Ο Σπίλμπεργκ ήθελε να δώσει έμφαση στους Εβραίους.
Ο Λίαμ Νίσον πήρε το ρόλο το Δεκέμβριο του 1992.
Ο Γουόρεν Μπίτι έκανε δοκιμαστικό αλλά ο Σπίλμπεργκ ανησυχούσε ότι δεν θα μπορούσε να κρύψει την προφορά του και θα αποσπούσε την προσοχή από το θέμα της ταινίας με την παρουσία του ως σταρ.
Οι Κέβιν Κόστνερ και Μελ Γκίμπσον εξέφρασαν ενδιαφέρον για το ρόλο αλλά απορρίφτηκαν για τον ίδιο ακριβώς λόγο, γι’ αυτό και ο Σπίλμπεργκ διάλεξε μικρότερα ονόματα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Ρέιφ Φάινς πήρε το ρόλο του Άμον Γκεθ.
Ο Σπίλμπεργκ τον διάλεξε γιατί έβλεπε στον ηθοποιό μια σεξουαλική κακία. Μέσα σε μια στιγμή μπορούσε από ευγενικός να γίνει σατανικά ψυχρός.
Ο Φάινς πήρε 14 κιλά για να παίξει το ρόλο, παρακολούθησε ιστορικά στιγμιότυπα και μίλησε με επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος που γνώρισαν τον Γκετ.
Ο Φάινς έμοιαζε τόσο πολύ με τον Γκετ, που όταν φορούσε τη στρατιωτική στολή και γνωρίστηκε με τη Μίλα Πφέφερμπεργκ, μια επιζήσασα, αυτή έτρεμε από φόβο.
Συνολικά υπάρχουν 126 ομιλούντες ρόλοι ενώ 30.000 κομπάρσοι προσελήφθησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το Μάρτιο του 1993 στην Κρακοβία και συνέχισαν για 71 ημέρες.
Οι σκηνές γυρίστηκαν στις πραγματικές τοποθεσίες αν και το στρατόπεδο Πλαστσόφ έπρεπε να κατασκευαστεί σύμφωνα με το πρωτότυπο, καθώς είχε υποστεί αλλαγές μετά τον πόλεμο.
Δεν τους δόθηκε άδεια να γυρίσουν σκηνές μέσα στο Άουσβιτς και έτσι τις γύρισαν σε ένα πανομοιότυπο στρατόπεδο απέναντι από το πραγματικό.
Για τον Σπίλμπεργκ τα γυρίσματα ήταν μια πολύ συναισθηματικά έντονη περίοδος, καθώς τον ανάγκασε να αντιμετωπίσει στοιχεία των παιδικών του χρόνων όπως τον αντισημιτισμό που βίωσε.
Ήταν έξαλλος με τον εαυτό του όταν δεν έκλαψε στη επίσκεψή του στο Άουσβιτς και ήταν ένα από τα πολλά μέλη του συνεργείου που δεν κοίταζαν όταν γυριζόταν η σκηνή όπου οι ηλικιωμένοι Εβραίοι αναγκάζονται να τρέξουν γυμνοί ενώ επιλέγονται από τους Ναζί γιατρούς για να πάνε στο Άουσβιτς.
Αρκετές ηθοποιοί έβαλαν τα κλάματα όταν γύριζαν τη σκηνή στα ντουζ, συμπεριλαμβανομένης και μίας που γεννήθηκε μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η σύζυγός του, Κέιτ Κάπσο και τα πέντε παιδιά του ήταν μαζί του στο πλατό ενώ τον επισκέφτηκαν οι γονείς του και ο ραββίνος του.
Ο Ρόμπιν Ουίλιαμς του τηλεφωνούσε κάθε δύο εβδομάδες για να του φτιάξει το κέφι καθώς υπήρχε πολύ λίγη χιουμοριστική διάθεση στο πλατό.
Ο Σπίλμπεργκ αποποιήθηκε της αμοιβής του, αποκαλώντας την λεφτά βαμμένα με αίμα.
Ο Σπίλμπεργκ χρησιμοποίησε την γερμανική και πολωνική γλώσσα σε αρκετές σκηνές για να δημιουργήσει την εντύπωση του να ζεις το παρελθόν και την αγγλική για να δώσει έμφαση στα δραματικά σημεία.
Αν και το φιλμ είναι ασπρόμαυρο, χρησιμοποιείται το κόκκινο για να ξεχωρίσει ένα μικρό κορίτσι που φοράει ένα κόκκινο παλτό.
Αργότερα στην ταινία το κορίτσι βρίσκεται ανάμεσα στους νεκρούς και αναγνωρίζεται μόνο από το κόκκινο παλτό του.
Αν και δεν ήταν σκόπιμο, αυτός ο χαρακτήρας συμπτωματικά μοιάζει με τη Ρόμα Λιγκόκα, που ήταν γνωστή στο Γκέτο της Κρακοβίας για το κόκκινο παλτό της. Η Λιγκόκα σε αντίθεση με τον πλασματικό χαρακτήρα της ταινίας, επέζησε του Ολοκαυτώματος.
Ενώ υπήρχε διαφωνία για το τι ακριβώς αναπαριστά το κορίτσι με το κόκκινο παλτό, με κάποιους να λένε ότι συμβολίζει την ελπίδα, την αθωότητα ή το κόκκινο αίμα των Εβραίων που θυσιάστηκαν στον τρόμο του Ολοκαυτώματος, ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ δήλωσε:
Η Αμερική και η Ρωσία και η Αγγλία όλοι γνώριζαν για το Ολοκαύτωμα όταν συνέβαινε, και δεν κάναμε τίποτα.
Δεν στείλαμε καμία από τις δυνάμεις μας για να σταματήσουμε την πορεία προς το θάνατο, την αδυσώπητη αυτή πορεία προς το θάνατο. Ήταν μια μεγάλη κόκκινη βούλα στο ραντάρ του καθενός, αλλά κανένας δεν έκανε κάτι.
Και γι’ αυτό ήθελα να προσθέσω το κόκκινο χρώμα.