Οι εξαιρετικές εμφανίσεις προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της Ίντερ και της Μπαρτσελόνα.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν μακροχρόνιες και η θέση του παίκτη, που τότε προετιμαζοταν με την Ολυμπιακή ομάδα της Βραζιλίας, ήταν να φύγει οπωσδήποτε από την Ολλανδία.
Τελικά η Μπαρτσελόνα τον κέρδισε, καταβάλλοντας 19,5 εκατομμύρια δολάρια για να τον αποκτήσει – ποσό που αποτέλεσε τότε ρεκόρ της ακριβότερης μεταγραφής.
Σκόραρε για πρώτη φορά στο ντεμπούτο του πέντε μόλις λεπτά από την έναρξη σε αγώνα με τη Ατλέτικο Μαδρίτης για το Σούπερ Κύπελλο, ενώ σημείωσε και το τελευταίο στο τελικό 5–2, στοιχείο ενδεικτικό της προσαρμοστικότητας του παιχνιδιού του αλλά και του πηγαίου ταλέντου του.
Στη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου 1996–97 ο Ρονάλντο πέτυχε 47 γκολ σε 49 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις (επίδοση ρεκόρ για την Ισπανία), πανηγυρίζοντας κάθε φορά χαρακτηριστικά με τα χέρια ορθωμένα, όπως εκείνα του αγάλματος του Χριστού Λυτρωτή, που “κοιτάει” την πατρίδα του το Ρίο ντε Τζανέιρο.
Τη χρονιά εκείνη σημείωσε και το εντυπωσιακότερο ίσως γκολ της καριέρας του απέναντι στην Κομποστέλα στις 12 Οκτωβρίου προσπερνόντας σε μία κούρσα μισού γηπέδου όποιον αντίπαλο έβρισκε μπροστά του.
Πέτυχε τέσσερα χατ-τρικ, από τα οποία αυτό στις 26 Οκτωβρίου 1996 εναντίον της Βαλένθια (3–2) ήταν το εντυπωσιακότερο.
Οδήγησε τους Καταλανούς στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1996–97, όπου έκλεισε τη χρονιά με το νικητήριο τέρμα στον τελικό εναντίον της Παρί Σεν Ζερμέν.
Ήταν ο “Καλύτερος Ξένος Παίκτης της Λα Λίγκα” το 1997, κερδίζοντας και το βραβείο “Πιτσίτσι” ως ο κορυφαίος σκόρερ με 34 γκολ σε 37 εμφανίσεις, καθώς και το Ευρωπαϊκό Χρυσό Παπούτσι.
Από τότε και ως την σεζόν 2008–09 ο Ρονάλντο παρέμεινε ο τελευταίος παίκτης που είχε σκοράρει πάνω από 30 γκολ στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Εκείνη η χρονιά του 1996–97, η μοναδική του στην Μπαρτσελόνα, υπήρξε η κορυφαία στην ποδοσφαιρική του πορεία και ο ίδιος, ο κορυφαίος στον κόσμο κερδίζοντας το αντίστοιχο έπαθλο του παίκτη της χρονιάς της ΦΙΦΑ το 1996.
”Η Μπαρτσελόνα ήταν μια εμπειρία, αλλά δεν ήταν δυνατό να συνεχίσω.
Στο τέλος της σεζόν το 1997 βρήκαμε μια συμφωνία για την ανανέωση, αλλά μόλις μια εβδομάδα αργότερα ο πρόεδρος Νούνιεζ και ο δικηγόρος Γκασπάρτ μου είπαν ότι γι’ αυτούς αυτό το συμβόλαιο ήταν παράλογο και ότι αν κάποια ομάδα είχε να πληρώσει τη ρήτρα, θα έπρεπε να δεχτεί την προσφορά.
Εγώ ήθελα να παίξω στην Ιταλία αυτό ήταν όνειρό μου και ο Μοράτι θα πλήρωνε όσα του ζητούσαν για να με αγοράσει.”
Ρονάλντο