«Ο πιο καλός παίκτης που έχω προπονήσει, έφτασε το 1992 στην Ιταλία, ο Άγγλος Πολ Γκασκόιν.
Το αγκάθι μου στην καρδιά. Μεγάλος μπαλαδόρος, η αδυναμία μου, πάντα είχα ευαισθησία για τους καλλιτέχνες της μπάλας.
Τους αναγνωρίζω, τους καταλαβαίνω, τους αγαπώ. Κι αυτός, ήταν καλλιτέχνης, πραγματικά, αλλά ήταν και πολύ τρελός.
Τεχνικά, νομίζω ότι θα μπορούσε να οριστεί ως ένας απελευθερωμένος τρελός. Ήταν ικανός να μας τρελάνει και μετά από λίγα λεπτά, να μου δώσει τεράστιες χαρές, με τεχνάσματα καθαρής ιδιοφυΐας.
Όταν είχε διάθεση, μπορούσε να χορέψει όλους τους αντιπάλους.
Μια μέρα έρχεται μεθυσμένος στην προπόνηση, όπως πάντα.Αποφασίζω λοιπόν να τον κρατήσω για ζέσταμα λίγο ακόμα.
Μετά από λίγα λεπτά, φεύγει και πηγαίνει στα αποδυτήρια.
Ζητάω από τον βοηθό μου να με αντικαταστήσει και πάω να δω τι συμβαίνει.
Τον βρίσκω ξαπλωμένο στο έδαφος, με δέρμα λιονταριού, να κλαίει και να ουρλιάζει…
«Δεν κερδίζω, δεν είμαι καλός».
Πλησιάζω και του λέω…
«Τι άντρας είσαι;»
Τον προσβάλλω, αλλά μετά με καλό χιούμορ τον σηκώνω και τον κουβαλάω στο κρεβάτι με τη βοήθεια των μασέρ.
«Κρατήστε τον εδώ, μην τον αφήσετε να βγει για κανέναν λόγο» και επιστρέφω στο γήπεδο.
Μετά από πέντε λεπτά βγαίνει από την πίσω πόρτα των αποδυτηρίων, με τους μασέρ να προσπαθούν να τον συγκρατήσουν και εκείνον να τους χτυπάει με κλωτσιές και μπουνιές.
Φτάνει στο πάρκινγκ και αρχίζει να χτυπά τα αυτοκίνητά μας.
Παρακολουθώ τη σκηνή και καταλαβαίνω ότι είναι στο χέρι μου να λύσω το θέμα.
Ορμάω κοντά του, λίγο ανήσυχος γιατί όλα μπορούν να συμβούν με έναν τέτοιο τρελό, μεθυσμένο.
Τον πιάνω από το μπράτσο, παγώνει σαν να τον χτυπάει ρεύμα. Γυρίζει, με βλέπει και με αγκαλιάζει…
«Μόνο εσύ μ’ αγαπάς» και ξεσπά ξανά σε κλάματα.
Δεν ξέρω αν ήμουν ο μόνος.
Φυσικά και τον αγαπούσα, όπως και όλοι.
Δυστυχώς δεν τελείωσε καλά.
Ήταν πολύ εύθραυστος αλλά και πολύ μεγάλος μπαλαδόρος».
Ντίνο Τζοφ