“Ο πατέρας μου στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να μου αγοράσει τα ρούχα που ήθελα.
Μου είχε πει πως τουλάχιστον θα φρόντιζε ώστε να βρω μια ομάδα. Έδωσε όσα λεφτά είχε για να το κάνει, ασχέτως αν αυτό σήμαινε πως δεν θα ‘χε να φάει.
H μητέρα μου ήταν μοδίστρα, άρχισε να καθαρίζει και σπίτια, για να ‘χω εγώ όσα χρειαζόμουν.
Τότε ήταν που είπα πως θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής οπωσδήποτε.
Παρολ’αυτά έζησα αληθινά παιδικά χρόνια, όχι αυτές τις βλακείες με τις οθόνες που κάνουν τα παιδιά σήμερα.
Δεν υπέφερα. Έζησα!
Ήθελα όμως να ξεπληρώσω όλες τις θυσίες που έκαναν οι γονείς μου, έπαιζα ποδόσφαιρο για να με καμαρώνει ο πατέρας μου!”
Αντριάνο
Ο Αντριάνο ήταν ένας από τους καλύτερους επιθετικούς στον κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με εξαιρετικά φυσικά προσόντα, γνωστός για τα μακρινά σουτ με το αριστερό πόδι.
Έκανε το ντεμπούτο για την Εθνική Βραζιλίας στα 18 και ελλείψει του Ρονάλντο, οδήγησε τη Βραζιλία στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα 2004, παραλαμβάνοντας το “Χρυσό Παπούτσι”, ως ο κορυφαίος σκόρερ της διοργάνωσης.
Κέρδισε επίσης το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005 με τη Βραζιλία, κερδίζοντας και εκεί το “Χρυσό Παπούτσι”.
Κέρδισε τέσσερεις τίτλους Σέριε Α με την Ίντερ, και αφού επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Βραζιλία, κέρδισε δύο πρωταθλήματα Βραζιλίας με τις Φλαμένγκο και Κορίνθιανς.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το 1999 στην ομάδα νέων της Φλαμένγκο και ανέβηκε στην πρώτη ομάδα ένα χρόνο αργότερα.
Έκανε το ντεμπούτο του στην ομάδα στις 2 Φεβρουαρίου 2000, σε αγώνα του Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο με αντίπαλο την Μποταφόγκο.
Σημείωσε γκολ εναντίον της Σάο Πάολο στην ίδια διοργάνωση τέσσερις ημέρες αργότερα.
Παρά το γεγονός ότι υπέγραψε συμβόλαιο δύο ετών με τη Φλαμένγκο τον Ιούνιο του 2000, εξασφάλισε τη μεταγραφή του στην Ίντερ για τη σεζόν 2001–02.
Ο Αντριάνο σημείωσε το πρώτο του γκολ με την ομάδα σε φιλικό αγώνα εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης.
Ο Αντριάνο δόθηκε δανεικός στη Φιορεντίνα για τη σεζόν 2001–02, μετά από την οποία συμφωνήθηκε διετής συμφωνία συνιδιοκτησίας με την Πάρμα.
Δημιούργησε ένα εντυπωσιακό επιθετικό δίδυμο με τον Αντριάν Μούτου, σημειώνοντας 22 γκολ σε 36 εμφανίσεις.
Έχασε το μήνα Νοέμβριο του 2003 λόγω τραυματισμού.
Επέστρεψε τον Ιανουάριο του 2004 στην Ιντερ, με συμβόλαιο τεσσάρων ετών, έναντι περίπου 23,4 εκατομμυρίων ευρώ και σημείωσε συνολικά 12 γκολ στο υπόλοιπο της σεζόν 2003–04. Από τις 11 Ιουλίου 2004 έως τις 29 Ιουνίου 2005 ήταν σε άριστη φόρμα, σημειώνοντας ένα εντυπωσιακό σύνολο 42 γκολ σε εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 2005, η Ίντερ τον αντάμειψε για τις επιδόσεις του με ένα βελτιωμένο συμβόλαιο, με διάρκεια έως το 2010.
Μετά την υπογραφή του νέου συμβολάιου, το μέλλον του στην Ίντερ ήταν αβέβαιο λόγω κακών επιδόσεων, τροφοδοτούμενο από ερωτήσεις και εικασίες σχετικά με την εξωγηπεδική ζωή του.
Στις 18 Φεβρουαρίου 2007 έχασε την ομαδική προπόνηση, γεγονός που οδήγησε τον τότε προπονητή της Ίντερ, Ρομπέρτο Μαντσίνι, να τον έχει στον πάγκο για τον αγώνα της ομάδας στο Τσάμπιονς Λιγκ με αντίπαλο τη Βαλένθια και για τον επόμενο αγώνα της Σέριε Α εναντίον της Κατάνια.
Στις 16 Νοεμβρίου 2007 ο ιδιοκτήτης της Ίντερ, Μάσιμο Μοράτι, έστειλε τον Αντριάνο σε άδεια άνευ αποδοχών στη μητρική του Βραζιλία για δεύτερη φορά σε δεκαοκτώ μήνες, όπου βρέθηκε στο προπονητικό κέντρο της Σάο Πάολο, λόγω της κακής φυσικής του κατάστασης και προηγούμενης μάχης με τον αλκοολισμό.
Το Δεκέμβριο του 2007 η Μάντσεστερ Σίτι εξέφρασε ενδιαφέρον να φέρει τον Αντριάνο στην ομάδα κατά τη διάρκεια της μεταγραφικής περιόδου του Ιανουαρίου.
Ο Μοράτι, ωστόσο, δήλωσε ότι ο Αντριάνο θα παραμείνει στην Ίντερ.
«Θα ήθελα να τον έχω πίσω τον Ιανουάριο, τόσο δυνατό και καλό όσο ήταν».
Η Ίντερ ολοκλήρωσε μια συμφωνία στις 19 Δεκεμβρίου για τον δανεισμό του Αντριάνο στη Σάο Πάολο για το υπόλοιπο της σεζόν 2007–08, προκειμένου να του επιτραπεί να αγωνιστεί στο Κόπα Λιμπερταδόρες 2008.
Οι οπαδοί της Σάο Πάολο στέκονταν σε μεγάλες γραμμές για να αγοράσουν τη νέα του φανέλα με το νούμερο 10 στο επίσημο κατάστημα πώλησης της ομάδας μετά την παρουσίαση του Αντριάνο και της φανέλας του σε συνέντευξη τύπου.
Σημείωσε δύο γκολ στο επίσημο ντεμπούτο του με τη Σάο Πάολο στη νίκη με 2–1 επί της Γκουαρατινγκέτα την πρώτη ημέρα του Καμπεονάτο Παουλίστα του 2008.
Ο αθλητικός διευθυντής της Σάο Πάολο ανακοίνωσε στις 17 Ιουνίου ότι ο Αντριάνο επέστρεψε στην Ίντερ πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία.
Στις 22 Οκτωβρίου 2008 σημείωσε το νικητήριο γκολ στη νίκη με 1–0 επί της Ανόρθωσης, όπου αυτό το γκολ ήταν το 18ο γκολ του στο Τσάμπιονς Λιγκ και το 70ό για το σύλλογο.
Τον Δεκέμβριο η Ίντερ του έδωσε ειδική αποζημίωση για να επιστρέψει στη Βραζιλία κατά τη διάρκεια του χειμερινού διαλείμματος νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί.
Η Ίντερ επιβεβαίωσε στις 4 Απριλίου ότι ο Αντριάνο δεν επέστρεψε από το διεθνές καθήκον με τη Βραζιλία και δεν είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον σύλλογο.
Στις 24 Απριλίου ο Αντριάνο ακύρωσε τελικά το συμβόλαιο του με την Ίντερ.
Υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο με τη Φλαμένγκο στις 6 Μαΐου 2009, τον σύλλογο με τον οποίο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του. Στο ντεμπούτο του μετά την επιστροφή του στη Φλαμένγκο, το οποίο έγινε στις 31 Μαΐου 2009, σημείωσε ένα γκολ εναντίον της Ατλέτικο Παραναένσε.
Στις 21 Ιουνίου 2009 σημείωσε το πρώτο του χατ τρικ για τη Φλαμένγκο, στη νίκη με 4–0 επί της Ιντερνασιονάλ.
Οι επιδόσεις του θα ήταν καθοριστικές για να οδηγήσουν τη Φλαμένγκο στον πρώτο της τίτλο πρωτάθλημα Σέριε Α από το 1992.
Στις 31 Ιανουαρίου 2010 σημείωσε το δεύτερο χατ τρικ από την επιστροφή του, αυτή τη φορά σε μια νίκη με 5–3 εναντίον της Φλουμινένσε στο Καμπεονάτο Καριόκα του 2010.
Στις 8 Ιουνίου 2010 η Ρόμα ανακοίνωσε ότι ο Αντριάνο υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με τον σύλλογο, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.
Η Ρόμα τερμάτισε το συμβόλαιο του Αντριάνο στις 8 Μαρτίου 2011, μετά από επτά μήνες στην ιταλική πρωτεύουσα.
Ο Αντριάνο έκανε το ντεμπούτο του για την Εθνική Βραζιλίας σε προκριματικό αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2002 ενάντια στην Κολομβία στις 15 Νοεμβρίου 2000, σε ηλικία 18 ετών.
Συχνά θεωρήθηκε ως ο μακροπρόθεσμος διάδοχος του Ρονάλντο.
Σημείωσε το πρώτο του διεθνές γκολ στις 11 Ιουνίου 2003 σε φιλικό εναντίον της Νιγηρίας.
Συμπεριλήφθηκε στην ομάδα της Βραζιλίας για το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2003 και ηγήθηκε της επιθετικής γραμμής της Βραζιλίας μαζί με τον Ροναλντίνιο, εν απουσία του Ρονάλντο.
Εμφανίστηκε και στους τρεις αγώνες και σημείωσε δύο γκολ, καθώς η Βραζιλία αποκλείστηκε στη φάση των ομίλων.
Έχασε το προολυμπιακό τουρνουά ανδρών CONMEBOL του 2004 λόγω τραυματισμών.
Το επόμενο έτος, συμπεριλήφθηκε στην ομάδα της Βραζιλίας για το Κόπα Αμέρικα 2004.
Η Βραζιλία κέρδισε το κύπελλο και ο Αντριάνο κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι ως ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με επτά γκολ. Στον τελικό αγώνα ενάντια στην Αργεντινή, σκόραρε με δραματικό τρόπο το γκολ της ισοφάρισης στο 93ο λεπτό του αγώνα.
Ο αγώνας συνεχίστηκε στη διαδικασία των πέναλτι και η Βραζιλία τελικά κέρδισε με 4-2, με τον Αντριάνο να σημειώνει το πέναλτι.
Μετά τον αγώνα, ο προπονητής Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα ξεχώρισε τον Αντριάνο ως πολύ σημαντικό παράγοντα για την κατάκτηση του τίτλου.
Το 2005, ο Αντριάνο για άλλη μια φορά έκανε μία εντυπωσιακή διοργάνωση με τη Βραζιλία, αυτή τη φορά στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005.
Ανακηρύχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης και έλαβε το Χρυσό Παπούσι ως ο κορυφαίος σκόρερ με πέντε γκολ.
Στον τελικό, οδήγησε τη Βραζιλία στη νίκη, σημειώνοντας δύο γκολ στη νίκη με 4-1 επί της Αργεντινής.
Ο Αντριάνο κλήθηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, αποτελώντας μέρος του επιθετικού «μαγικού κουαρτέτου» της Βραζιλίας μαζί με τους Ρονάλντο, Ροναλντίνιο και Κακά.
Σημείωσε το πρώτο του γκολ στις 18 Ιουνίου 2006 στη νίκη με 2-0 εναντίον της Αυστραλίας και το δεύτερο στη νίκη με 3-0 εναντίον της Γκάνας.
Παρά τα δύο γκολ του η παρουσία του στο Παγκόσμιο Κύπελλο θεωρήθηκε απογοητευτική, καθώς κατόρθωσε μόνο πέντε σουτ σε όλη τη διοργάνωση, ενώ η Βραζιλία στο σύνολό της δεν μπόρεσε να βρει το σωστό μείγμα μεταξύ άμυνας και επίθεσης και τελικά αποκλείστηκε στους προημιτελικούς από τη Γαλλία.
Μετά από αυτό η διεθνής καριέρα του μπήκε σε φθορά λόγω σειράς κακών συλλογικών επιδόσεων και προσωπικών προβλημάτων.
Εμφανίστηκε μία φορά για τη Βραζιλία υπό τον προπονητή Ντούνγκα από το τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ως αλλαγή στο ημίχρονο κατά τη διάρκεια φιλικής ήττας με 2–0 από την Πορτογαλία στις 6 Φεβρουαρίου 2007.
Το 2008 ανέκτησε τελικά τη φόρμα του κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Σάο Πάολο και κέρδισε ξανά κλήση στην εθνική ομάδα.
Στις 10 Οκτωβρίου 2008 σημείωσε το πρώτο του διεθνές γκολ μετα απο δύο χρόνια σε προκριματικό Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2010 εναντίον της Βενεζουέλας.
Ήταν τακτικό μέλος της ομάδας της Βραζιλίας κατά τη διάρκεια των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου και κλήθηκε στο τελευταίο φιλικό της ομάδας πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 εναντίον της Ιρλανδίας.
Ωστόσο, ήταν ένας από τους δύο παίκτες που αποκλείστηκαν από την τελική 23άδα του Ντούνγκα.