”Μεγάλωσα σε μια γειτονιά στο Λιβόρνο, την πιο δύσκολη στην πόλη, που ήταν όμοια με την Κορέα, γιατί η πολυκατοικία είχε πολύ μικρά διαμερίσματα, τέσσερα σε κάθε όροφο.
Αλλά ποιος βγήκε από εκεί, όποιος πέρασε απο εκεί, δεν φοβόταν πια τη ζωή.
Πάλεψα για το ψωμί, όχι για το φιλέτο.
240 γκολ έχω βάλει με όλες τις ομάδες που αγωνίστηκα, ήμουν κορυφαίος σκόρερ αλλά όλα υποτιμήθηκαν σε σχέση με τα πολιτικά μου ιδανικά, τα οποία θα κουβαλήσω στον τάφο μου.
Απλά αυτό δεν είναι σωστό.
Όταν έδειξα τον Τσε, ήμουν είκοσι χρονών.
Τώρα είμαι μεγάλος, σχεδόν παππούς.
Ένιωσα σαν εκπρόσωπος ενός fan club και μιας πόλης, με τα λυσσασμένα πανηγύρια μου μετά από κάθε γκολ.
Όπως εκείνη τη φορά στο Piacenza – Livorno, ματς για την άνοδο στη Serie A, που αφού έβαλα το τρίτο γκολ, πανηγύρισα κάνοντας έρωτα με την φανέλα της Λιβόρνο.
Δεν μπορείς να καταλάβεις τα συναισθήματα ενός οπαδού, δεν μπορείς να καταλάβεις τις θυσίες ενός οπαδού για να ακολουθήσει την ομάδα.
Η πρώτη μου χρονιά στην Λιβόρνο, μετά τις σεζόν στο Τορίνο, ήταν στη Serie B, δανεικός.
Την επόμενη χρονιά υπήρχε το πρόβλημα της λήξης του δανεισμού, έπρεπε να επιστρέψω στο Τορίνο.
Η επιθυμία για επιστροφή στην Serie A στο Livorno ήταν υπερβολική, μετά από 55 χρόνια αναμονής.
Αποφάσισα να μην εμφανιστώ στο Τορίνο.
Επιτέλους μετά από ένα μήνα οι ηγέτες του Τορίνο κατάλαβαν ότι η θέληση μου ήταν να μείνω στο Λιβόρνο.
Άφησα 500.000 ευρώ, για να παίξω στην ομάδα της πόλης μου.
Προφανώς ο μισθός που θα μπορούσα να πάρω στο Τορίνο ήταν υψηλότερος.
Εγώ όμως αγαπούσα την Λίβορνο!”
Κριστιάνο Λουκαρέλι