“Είναι ένα φανταστικό πράγμα.
Mετά το σφύριγμα της λήξης του ημιτελικού του Μουντιάλ, έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία, τους πολέμους και την έλλειψη φαγητού.
Ως παιδί κατά τη διάρκεια του πολέμου, έξω από το ξενοδοχείο που μας φιλοξενούσε ως πρόσφυγες, κλωτσούσα την μπάλα στον τοίχο.
Ονειρευόμουν να παίζω σε μεγάλα γήπεδα και να τρέχω μακριά απ’όλα γύρω μου.
Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής.
Οι άλλοι με έβλεπαν και με θεωρούσαν τρελό.
Σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο, σε μια εποχή όπως αυτή αλλά απλά ήθελα να παίξω και έχοντας εκείνη την μπάλα ανάμεσα στα πόδια μου, δεν σκεφτόμουν τίποτα αρνητικό.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου, ο οποίος εν τω μεταξύ βρήκε δουλειά ως μηχανικός του στρατού, με πήγε σε μια σχολή ποδοσφαίρου.
Στους νέους της Χάιντουκ απορρίφθηκα δύο φορές.
Είπαν ότι δεν μπορούσα να παίξω γιατί ήμουν πολύ λεπτός, τα οστά μου ήταν πολύ αδύναμα.
Τότε ο πατέρας μου με πήγε στην Δυναμό Ζάγκρεμπ.
Από εκείνη την ημέρα τα πράγματα άλλαξαν.”