«Έπεσα σε κατάθλιψη, μου συνέβη για έξι μήνες, από τον Δεκέμβριο του 2003 έως τον Ιούνιο του 2004. Ήμουν υπό την επίβλεψη ψυχολόγου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς τότε, γιατί όχι πριν, γιατί όχι αργότερα. Τι μου συνέβαινε; Ένα απλό πράγμα, δεν ήμουν ικανοποιημένος από τη ζωή μου και από το ποδόσφαιρο, δηλαδή από τη δουλειά μου. Ήταν λίγο περίπλοκοι μήνες, δύσκολοι στη διαχείριση. Πήγα στην προπόνηση και δεν υπήρχε ένα πράγμα που πήγαινε καλά. Φοβόμουν και αυτοί οι φόβοι ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Τα πόδια μου έτρεμαν ξαφνικά, μια συνεχής αδιαθεσία με διαπέρασε. Για ένα μήνα είχα φρικάρει τελείως. Όχι, δεν έκανα τίποτα συγκλονιστικό, τίποτα ανεπανόρθωτο, καμία απερίσκεπτη χειρονομία. Αλλά ήταν σαν το κεφάλι μου να μην ήταν δικό μου, αλλά κάποιου άλλου, σαν να ήσουν πάντα κάπου αλλού. Ευτυχώς δεν ντρεπόμουν ποτέ να μιλήσω, να πω, να ανοιχτώ στους άλλους. Το έχω πει σε όλους. Βγήκα νωρίς απο αυτό, ευτυχώς. Αυτή η αίσθηση φόβου και ανασφάλειας εξαφανίστηκε ξαφνικά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στο ματς Ιταλία-Δανία 0-0, ναι, εκείνο το φρικτό ματς, αυτό που θυμόμαστε πλέον μόνο για το φτύσιμο του Τότι στον Πόουλσεν. Ήταν μια ξαφνική απελευθέρωση. Κατεβήκαμε στα αποδυτήρια και ήμουν ο μόνος που χαμογέλασα. Εκεί σκέφτηκα κάποια πράγματα... «Τα χρήματα δεν είναι το παν». Αυτά τα λόγια αναπήδησαν στο κεφάλι μου. Και ξαφνικά κατάλαβα πόσο αληθινά ήταν. Συνειδητοποίησα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα χρήματα δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή σου, δεν έχουν καμία σχέση με τις αξίες σου, με αυτά που έχεις μάθει, που μαθαίνεις κάθε μέρα και που μπορείς να τα μεταφέρεις στους γύρω σου. Η Marilyn Monroe είπε κάποτε... «Είναι καλύτερα να κλαις σε μια Rolls Royce παρά σε ένα γεμάτο τραμ». Λοιπόν, έκανε λάθος. Εκείνη την ημέρα του Ιουνίου του 2004, στα αποδυτήρια της Γκιμαράες, ήμουν απίστευτα χαρούμενος μέσα μου. «Επέστρεψα», επικοινώνησα στον εαυτό μου. Ξεκινάω από την αρχή με τoν Τζίτζι. Από τον Τζίτζι Μπουφόν που είχα χάσει για λίγο». Τζιανλουίτζι Μπουφον