«Ο πατέρας μου έφτιαχνε δρόμους και σαν κομμουνιστής ήταν πότε εξόριστος και πότε κυνηγημένος.
Τον έχω δει αιμόφυρτο από το ξύλο.
Τον έχω δει στη φυλακή λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Έζησα στα καταφύγια.
Είδα και ακούμπησα σώματα νεκρά κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Γυρνούσα μ’ ένα κασελάκι πραμάτεια στους δρόμους, αντάλλαζα φθηνά ελληνικά τσιγάρα με καλύτερης ξένης ποιότητας πουλώντας τα 2 δραχμές παραπάνω, φροντίζοντας για τα βασικά της οικογένειάς μου παραδίδοντας όλα τα χρήματα στη μητέρα μου και αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο.
Πήγα στη Δραματική Σχολή Μακεδονικού Ωδείου.
Κατέβηκα 3 φορές στην Αθήνα για να πάρω άδεια.
Με διώξανε.
”Δεν κάνεις για το Θέατρο”, μου είπαν.
Τελικά μου έδωσαν άδεια για μουσικό θέατρο μόνο, κι εγώ πήγα στα μπουλούκια.
Μια ομάδα ηθοποιών, όλοι μεριδιούχοι, πηγαίναμε σε χωριά και παίζαμε σε καφενεία.
Δεν έκανες τον ηθοποιό, ήσουν ηθοποιός.
Δεν έπαιζες τον ρόλο, ήσουν ο ρόλος.
Μεγάλο σχολείο τα μπουλούκια.
Εκεί έμαθα θέατρο.
Εκεί έμαθα την πειθαρχία του.
Ήμασταν φίλοι με τον Γιάννη Δαλιανίδη από τη Θεσσαλονίκη.
Μου διαβάζει μια μέρα το σενάριο του κατήφορου.
Τρελάθηκα.
Έπαιξα στον ”Κατήφορο” και από τότε, πήρα τον ανήφορο.
Δεν ζήλεψα ποτέ κανέναν ηθοποιό.
Ξέρω ποιος είμαι κι έχω αυτοπεποίθηση.
Χωρίς αυτήν δεν κάνεις τίποτα.
Έκανα περιουσία από τις ταινίες.
Με 500.000 δραχμές, τότε, έπαιρνες διαμέρισμα στην Πατησίων κι’εμένα ο μισθός μου ήταν έως 450.000 δραχμές.
Ό,τι απέκτησα το άφησα στις γυναίκες μου.
Θεωρώ τον θάνατο συμβάν αξεπέραστο.
Ένα πράγμα που δεν το γλιτώνει κανείς, μια μεγάλη στεναχώρια.
Είμαι πολύ ευαίσθητος με αυτά, δεν πηγαίνω σε κηδείες.
Μια φορά, είχα πάει σε κηδεία και δεν άντεξα.
Έτρεμα ολόκληρος, μέχρι που με πήραν ο Δαλιανίδης με την Καραγιάννη και πήγαμε και κάτσαμε σ’ ένα καφενείο.
Σε μια μόνο κηδεία θα παραστώ στο εξής.
Στη δική μου, όταν θα έρθει η σειρά μου».
Κώστας Βουτσάς