«Δεν μου αρέσουν τα μούτρα σου, πρέπει να φύγεις».
Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που θυμάται ο Jimmy Butler από την μητέρα του, πριν εκείνη τον διώξει κακήν κακώς από το σπίτι.
Ήταν μόλις 13 χρονών.
Δεν υπήρχε οικογένεια για να τον προστατέψει.
Ο πατέρας του τους είχε ήδη εγκαταλείψει από την εποχή που ο Jimmy ήταν μωρό.
Ένα μικρό παιδί βρέθηκε ξαφνικά μόνο του στον κόσμο των μεγάλων.
Με μοναδικό σκοπό να επιβιώσει.
«Σε όλη μου την ζωή οι άνθρωποι με αμφισβητούνε.
Η ίδια η μάνα μου με αμφισβητούσε.
Στο σχολείο μου λέγανε πως δεν μπορώ να παίξω μπάσκετ.
Δεν γνώριζαν την ιστορία μου.
Αν την γνώριζαν θα καταλάβαιναν πως όλα είναι δυνατά».
Πάντοτε τον ενδιέφερε να λειτουργεί ως πρότυπο για τους γύρω του.
Ενδεχομένως η ανάγκη αυτή να πηγάζει από το συναισθηματικό κενό που του δημιούργησε η απόρριψη των γονιών του και η δύσκολη παιδική που ακολούθησε.
Οι τρομερές αντιξοότητες είχαν μια μάλλον περίεργη επίδραση στο μυαλό του Jimmy. Αποφάσισε πως έπρεπε να γίνει απαραίτητα «κάποιος», ως αντίδραση προς μια κοινωνία που τον εγκατέλειψε.
Όταν πρωτοέφυγε από το πατρικό του δεν είχε ούτε ένα δολάριο στην τσέπη του. Αναγκαζόταν να κοιμάται σε διάφορους φίλους για να μην μείνει στο δρόμο.
Ώσπου μια μέρα η τύχη επιτέλους του χαμογέλασε.
Κατά την διάρκεια ενός αγώνα μπάσκετ γνώρισε τον Leslie Jordan, αναπτύσσοντας μαζί του μια δυνατή φιλία που έμελλε να του αλλάξει την ζωή.
Πολύ σύντομα τον προσκάλεσε να μείνει στο σπίτι του, για όσο καιρό εκείνος επιθυμούσε.
Ο Jimmy δεν είχε δική του οικογένεια και έτσι ο Leslie του πρόσφερε την δική του.
Μέχρι σήμερα δεν παραλείπει ούτε μισή φορά να τον ευχαριστήσει.
Ο Μπάτλερ γεννήθηκε στο Χιούστον στις 14 Σεπτεμβρίου 1989.
Ο βιολογικός του πατερας τον εγκατέλειψε όταν ο Μπάτλερ ήταν βρέφος.
Όταν ήταν 13 ετών και ζούσε στο προάστιο Τόμπολ του Χιούστον, η μητέρα του τον έδιωξε από το σπίτι.
Ως νεότερος στο Λύκειο Τόμπολ, ο Μπάτλερ είχε κατά μέσο όρο 10 πόντους ανά παιχνίδι.
Ως ανώτερος και αρχηγός ομάδας την περίοδο 2006–07, ο Μπάτλερ είχε μέσο όρο 19,9 πόντους και 8,7 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και στη συνέχεια ψηφίστηκε ως ο πολυτιμότερος παίκτης της ομάδας του.
Μετά την πρωτοετή χρονιά του στο Τάιλερ, όπου είχε μέσο όρο 49,1 πόντους, 7,7 ριμπάουντ και 3,1 ασίστ ανά παιχνίδι, ο Μπάτλερ τράβηξε το ενδιαφέρον από τα προγράμματα της 1ης Κατηγορίας.
Δέχθηκε μία αθλητική υποτροφία απο το Μαρκέτ, όπου ως δευτεροετής την περίοδο 2008–09, είχε μέσο όρο 5,6 πόντους και 3,9 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και κατέγραψε ποσοστό ελευθέρων βολών 76,8%.
Πήγε στην αρχική πεντάδα ως νεότερος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009–10 με μέσο όρο 14,7 πόντους και 6,4 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και κέρδισε τιμητικές διακρίσεις άξιου αναφοράς στο Μπιγκ Ιστ.
Η χρονιά του τονίστηκε με δύο νικηφόρες βολές απέναντι στους Κονέκτικατ και Σεντ Τζονς, για να βοηθήσει το Μαρκέτ να τερματίσει 11–7 νίκες στο Μπιγκ Ιστ και να κερδίσει την πέμπτη διαδοχική εμφάνισή του σε τουρνουά NCAA.
Ως ανώτερος την περίοδο 2010–11, είχε κατά μέσο όρο 15,7 πόντους ανά παιχνίδι και κέρδισε μία τιμητική διάκριση στο Μπιγκ Ιστ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.