Γεννήθηκε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας από μια εύπορη οικογένεια και ήταν αριστερόχειρας.
Συνήθως οι συμπατριώτες του επιλέγουν το ποδόσφαιρο, αλλά αυτός επέλεξε το δεύτερο αγαπητό άθλημα, τη Φόρμουλα 1.
Από μικρός έδειξε την κλίση του στους μηχανοκίνητους αγώνες.
Ο πατέρας του τον στήριζε από τότε καθώς ήταν και ο ίδιος λάτρης των αγώνων ταχύτητας. Το πρώτο του αγωνιστικό καρτ το απέκτησε σε ηλικία 10 ετών και με αυτό συμμετείχε για πρώτη φορά σε τοπικούς αγώνες καρτ μετά από τρία χρόνια, καθώς τότε ήταν πολύ μικρός για να συμμετάσχει.
Σ` εκείνον τον αγώνα έτρεχαν πολύ ταλαντούχοι και μεγαλύτεροι από αυτόν οδηγοί, όμως ο Σένα κέρδισε το πρωτάθλημα και μαζί και τις εντυπώσεις.
Το 1977 σε ηλικία 17 ετών ήρθε πλέον η ώρα να πάρει μέρος στο πρωτάθλημα καρτ Νοτίου Αμερικής.
Εκεί εντυπωσίασε, καθώς κέρδισε στους αγώνες.
Το 1978 και το 1980 πήρε μέρος και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα καρτ, όμως σε αυτό κατετάγη δεύτερος.
Παρότι δεν κέρδισε δύο συνεχόμενες φορές τον παγκόσμιο τίτλο, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να αλλάξει κατηγορία.
Έτσι, το 1981 έφυγε από τη Βραζιλία για την Ευρώπη και συγκεκριμένα για την Αγγλία.
Εκεί πήρε μέρος στο πρωτάθλημα Formula Ford 1600, το οποίο και κατέκτησε.
Εκείνη την περίοδο πήρε το όνομα Da Silva, δηλαδή το μητρικό του, κάτι πολύ συνηθισμένο στη Βραζιλία.
Το 1982 κέρδισε και τη Βρετανική και την Ευρωπαϊκή Formula Ford 2000.
Την επόμενη χρονιά έκανε ένα ακόμη βήμα παραπάνω και μεταπήδησε στη Φόρμουλα 3 με την ομάδα της West Surrey Racing.
Σε αυτούς τους αγώνες ως βασικότερο αντίπαλο είχε τον Άγγλο Μάρτιν Μπραντλ (Martin Brundle).
Τελικά, ο Σένα κέρδισε 9 αγώνες και τον τελευταίο στο Μακάο (Macau) και έτσι κατέκτησε τον τίτλο.
Αυτή του η επίδοση έκανε πολλές ομάδες της Φόρμουλα 1 να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν: Γουίλιαμς, Μακλάρεν, Μπράμπαμ και Τόλμαν τον διεκδίκησαν.
Τελικώς όμως, επειδή οι χορηγοί των άλλων ομάδων επιθυμούσαν τότε έναν οδηγό ίδιας εθνικότητας με αυτούς, κατέληξε στην πιο αδύναμη από όλες, δηλαδή στην Τόλμαν (Toleman).
Η ομάδα της Toleman ήταν τεχνολογικώς πολύ αδύναμη.
Παρόλα αυτά ο Σένα έκανε ό,τι μπορούσε.
Τον πρώτο του βαθμό θα καταφέρει να τον πάρει στις 7 Απριλίου 1984 στο Γκραν Πρι της Νότιας Αφρικής.
Όμως η μεγάλη επιτυχία ήρθε την ίδια αγωνιστική περίοδο, στο Γκραν Πρι του Μονακό.
Στις κατατακτήριες δοκιμές κατέλαβε μόλις την 13η θέση.
Μολονότι η θέση αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, κατά τη διάρκεια του αγώνα ξέσπασε καταιγίδα και, ενώ ήταν αρκετά πίσω, ξαφνικά άρχισε να ανεβάζει ρυθμό.
Πολλοί οδηγοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια τους για να τερματίσουν, εκείνος όμως συνέχισε να κινείται με τον ίδιο ρυθμό όπως όταν ήταν στεγνό το οδόστρωμα.
Ο αγώνας τελικά διακόπηκε νωρίτερα λόγω της ισχυρής βροχόπτωσης και το τέλος του βρήκε τον 24χρονο τότε Σένα στη δεύτερη θέση.
Θα μπορούσε να είχε καταλάβει ακόμα και την πρώτη, αν οι αγωνοδίκες δεν σταματούσαν τον αγώνα.
Παρόλα αυτά η αξία του ως οδηγού είχε πλέον επιβεβαιωθεί.
Εκείνη την ημέρα απέκτησε και τη φήμη που τον ακολούθησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο βρεγμένο οδόστρωμα, ήταν πραγματικά ανίκητος.
Η ικανότητα αυτή ξεκίνησε από μια ψυχολογική του αντίδραση όταν την εποχή που οδηγούσε στα καρτ σε κάποιο αγώνα υπό βροχή σημείωσε καταστροφική οδηγική αστοχία και από τότε έβαλε προσωπικό στόχο να γίνει ασυναγώνιστος στη βρεγμένη πίστα και τελικώς τα κατάφερε.
Οι εκπληκτικές εμφανίσεις του (9ος στο πρωτάθλημα) έκαναν κάποιες ομάδες να κινηθούν κρυφά για τον αποκτήσουν.
Μια από αυτές ήταν και η Λότους, η όποια τον απέκτησε την αμέσως επομένη αγωνιστική περίοδο.
Με τη Λότους πήρε την πρώτη του νίκη στην Πορτογαλία, αλλά και την πρώτη του pole position μπροστά στους συμπατριώτες του στη Βραζιλία.
Δεν κατάφερε, όμως, να τερματίσει λόγω τεχνικού προβλήματος στο μονοθέσιο του.
Το 1985 και 1986 τερμάτισε 4ος, ενώ το 1987 3ος.
Συνολικά μέχρι το 1987 είχε επιτύχει μόνο έξι νίκες στη Φόρμουλα 1.
Η 3η θέση που κατέλαβε το 1987 τον έφερε στη μετέπειτα πρωταθλήτρια ΜακΛάρεν-Χόντα.
Στη Μακλάρεν ο Σένα συνάντησε τον ήδη δυο φορές (και τελικώς, σε ολόκληρη την καριέρα του, 4 φορές) παγκόσμιο πρωταθλητή Αλέν Προστ (Alain Prost).
Ο Σένα έδειξε ότι δεν θα συμβιβαζόταν με το να είναι δεύτερος οδηγός και από την πρώτη του περίοδο στη McLaren πέτυχε 13 pole positions, κατέκτησε 8 νίκες και κατέκτησε το Πρωτάθλημα.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένταση και τριβή ανάμεσα στους δυο οδηγούς.
Το 1989 Προστ και Σένα, αν και στην ίδια ομάδα, ανταγωνίζονταν έντονα για το Πρωτάθλημα.
Τελικά το κέρδισε ο Προστ, αφού ο Σένα ακυρώθηκε στην ιαπωνική πίστα της Σουζούκα (Suzuka). Το 1990 ο Προστ αλλάζει στρατόπεδο, πηγαίνοντας στη Φερράρι, η οποία εκείνη την περίοδο δεν φάνηκε ικανή να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο, ενώ συναθλητής του Σένα πλέον στην ομάδα είναι ο Αυστριακός Γκέρχαρντ Μπέργκερ (Gerhard Berger).
Έτσι, το 1990 και το 1991 ο Σένα κερδίζει και πάλι το πρωτάθλημα.
Την επόμενη χρονιά όμως, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά στη Φόρμουλα 1, καθώς η Γουίλιαμς σημείωσε θεαματική άνοδο με τον Νάιτζελ Μάνσελ και κατέκτησε το Πρωτάθλημα του 1992.
To 1993 η Honda αποχώρησε και η ΜακΛάρεν, χωρίς πλέον να διαθέτει τους κινητήρες της Χόντα, έχασε τη μεγάλη λάμψη που είχε τα προηγούμενα χρόνια.
Το 1993 η Γουίλιαμς θέλησε να ενώσει ξανά τον Σένα με τον Προστ στην ίδια ομάδα, όμως ο Γάλλος άσκησε βέτο στην απόκτηση του Σένα.
Έτσι, ο Σένα το 1992 τερμάτισε 4ος.
Το 1993 όμως, ο Σένα κατάφερε με μία μη ανταγωνιστική ομάδα να τερματίσει 2ος, πίσω από τον Προστ και μπροστά από τον ανερχόμενο τότε Μίχαελ Σουμάχερ, που οδηγούσε για την Μπένετον.
Το 1994, ο Προστ σταματά την καριέρα του ως οδηγός.
Έτσι ότι δεν έγινε 2 χρόνια νωρίτερα, έγινε εκείνη την περίοδο και η Γουίλιαμς απέκτησε τον Σένα.
Όλοι στην αρχή της περιόδου είχαν εκτιμήσει άνετη επικράτηση της Γουίλιαμς, όμως τα πράγματα δεν θα ήταν έτσι, καθώς αν και είχε τρεις pole positions στους τρεις πρώτους αγώνες, όχι μόνο δεν είχε νίκη, αλλά ούτε καν τερμάτισε.
Το μονοθέσιο του Σένα είχε εμφανές πρόβλημα υποστροφής και υπερστροφής ταυτόχρονα.
Ο Σένα είχε δηλώσει πως τα μονοθέσια είναι πολύ ασταθή, αφότου είχε αφαιρεθεί η ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση και πως τα μονοθέσια είχαν γίνει πολύ δύσκολα στην οδήγηση.
Έδειχνε απογοητευμένος και ξένος στη Γουίλιαμς – έφυγε από τη Μακ Λάρεν με στόχο να ξαναπάρει το πρωτάθλημα και αντί αυτού βρέθηκε σε μία ομάδα με ένα αυτοκίνητο «σκέτο κούτσουρο», προσπαθώντας μαζί με τους μηχανικούς να διορθώσει τα σοβαρά προβλήματα.
Ο Σένα με την αποχώρηση του αιωνίου εχθρού μέσα στην πίστα και αντιπάλου Αλέν Πρόστ από την ενεργό δράση ήξερε πως έπρεπε να συνδυάσει το απαράμιλλο ταλέντο του με το καλύτερο διαθέσιμο μονοθέσιο εκείνης της εποχής και να δημιουργήσει έναν αχτύπητο συνδυασμό που θα εξαφάνιζε τον ανταγωνισμό.
Έτσι δεν άργησε να δει την ευκαιρία που δημιουργήθηκε με την κενή θέση στην Williams Renault και γνωρίζοντας ήδη από το 1993 ότι ο Προστ θα έβαζε τέλος στην καριέρα του κυνήγησε μετά μανίας τη θέση του Γάλλου για την επόμενη σεζόν.
Τηλέφωνα μέσα στα άγρια χαράματα στον ιδιοκτήτη της ομάδας Sir Frank Williams έδειξαν στον Βρετανό πολύπειρο παράγοντα της Φόρμουλα 1 ότι δε θα μπορούσε να ξεφύγει εύκολα από τη μανία του Σένα να οδηγήσει το καλύτερο υπάρχον μονοθέσιο.
Ο Σένα είχε επιλέξει ξεκάθαρα την Williams και παρ’ όλο που όπως διατυμπάνιζε είχε πρόταση και από τη θρυλική Ferrari, αυτό μάλλον το χρησιμοποίησε ως μέσο εκβιασμού του Williams παρά όντως είχε σκοπό να τρέξει με τα χρώματα της Scuderia, η οποία παρ’ όλη την ιστορία της περνούσε μια πολύ άσχημη φάση και δεν ήταν τόσο ανταγωνιστική.
Τελικά, ο Σένα μετά από όλες τις προσπάθειες που έκανε φαίνεται πως έπεισε τον Βρετανό ιδιοκτήτη και μάνατζερ της ομάδας της Williams να του εμπιστευθεί μια θέση στο οδηγικό δίδυμο για τη σεζόν του 1994.
Ο Ντέιμον Χίλ θα γινόταν ο teammate του Βραζιλιάνου σε μια σεζόν που όπως ο ίδιος προέβλεπε θα επέστρεφε στους παγκόσμιους τίτλους.
Η παραδοχή άλλωστε ενός τόσο μεγάλου εγωιστή όπως ο Williams ότι δεν προσέλαβε στην ομάδα του τον νεαρό και ταλαντούχο τότε Σένα τη σεζόν του 1983, κατά την οποία ο Βραζιλιάνος έτρεξε σε δοκιμές με την ομάδα του πρώτου, αποτέλεσε ίσως και την απόδειξη ότι ο Σένα δεν ήθελε μόνο να οδηγήσει ο ίδιος για τη συγκεκριμένη ομάδα, η ομάδα επίσης ήθελε εκείνον για οδηγό της.
Την Κυριακή 1η Μαΐου 1994, θα γινόταν το Γκραν Πρι του Σαν Μαρίνο στην πίστα της Ίμολα. Τις δύο προηγούμενες μέρες είχαν συμβεί δυο σοβαρά ατυχήματα: το πρώτο την Παρασκευή με τον νεαρό τότε Ρούμπενς Μπαρικέλο (Rubens Barrichello), ο όποιος τραυματίστηκε σοβαρά. Την επόμενη ημέρα, ο Ρόλαντ Ράτζενμπεργκερ (Roland Ratzenberger) – Αυστριακός οδηγός της Βρετανικής MTV Simtek Ford στην πρώτη του χρονιά στη Φόρμουλα, 34 ετών τότε – δεν είχε την τύχη του Μπαρικέλο και βρήκε ακαριαίο θάνατο στην πίστα, καθώς έπειτα από σφοδρή σύγκρουση με ταχύτητα 314,9 χλμ./ώρα, τραυματίστηκε σοβαρά στον αυχένα.
Η σύντροφος του Σένα, η Αντριάνα, εκμυστηρεύτηκε ότι μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Ρόλαντ Ράτζενμπεργκερ είχε δει τον Άιρτον να κλαίει και να παρακαλάει να αναβληθεί ο αγώνας, έχοντας ένα παράξενο κακό προαίσθημα.
Παρόλα αυτά, όμως, ο αγώνας έγινε κανονικά.
Στην πρώτη θέση της εκκίνησης, για τρίτη συνεχόμενη φορά εκείνη τη χρονιά, ήταν ο Σένα. Καθώς βρέθηκε στη ευθεία της Tamburello (Ταμπουρέλλο) στον 7ο γύρο, το αυτοκίνητό του έφυγε από την αγωνιστική γραμμή με ταχύτητα 307 χλμ./ώρα, διέγραψε ευθεία γραμμή από την τροχιά του και έπεσε στον τοίχο της στροφής με 233 χλμ./ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της τηλεμετρίας, ενώ βρέθηκε μια αντίδραση των φρένων για δύο δευτερόλεπτα.
Μέσα σε δύο λεπτά από τη συντριβή, ο Σένα εξήχθη από το αγωνιστικό του αυτοκίνητο από τον Δρ. Watkins και την ιατρική του ομάδα, συμπεριλαμβανομένου του αναισθησιολόγου εντατικής θεραπείας Giovanni Gordini.
Η αρχική ιατρική εκτίμηση πραγματοποιήθηκε από την πλευρά του αυτοκινήτου, με τον Σένα να έχει αδύναμο χτύπο καρδιάς και σημαντική απώλεια αίματος (γύρω στα 4,5 λίτρα).
Λόγω της κακής νευρολογικής κατάστασής του, ο Watkins πραγματοποίησε μια επιτόπια τραχειοτομή και ζήτησε την άμεση αεροπορική μεταφορά του στο νοσοκομείο Maggiore της Μπολόνια υπό την εποπτεία του Gordini.
Στις 18:40, η επικεφαλής του τμήματος έκτακτης ανάγκης του νοσοκομείου, Maria Teresa Fiandri, ανακοίνωσε ότι ο Άιρτον Σένα είχε πεθάνει, αλλά δήλωσε ότι ο επίσημος χρόνος θανάτου του σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο ήταν στις 14:17, δηλαδή όταν χτύπησε τον τοίχο και ο εγκέφαλός του σταμάτησε να λειτουργεί.
Ο Δρ. Watkins δήλωσε αργότερα ότι μόλις είδε τις κόρες των οφθαλμών του σε πλήρη διαστολή, κατάλαβε ότι το στέλεχός τους ήταν αδρανές και ότι δεν θα επιβίωνε.
Ο δεξιός μπροστινός τροχός, μέρος του ψαλιδιού και της ανάρτησης πιστεύεται ότι χτύπησαν τον Σένα στη δεξιά πλευρά του κράνους του, αναγκάζοντας το κεφάλι του να μετακινηθεί βίαια προς τα πίσω, συνθλίβοντας τον εγκέφαλό του.
Ένα κομμάτι της μπροστινής ανάρτησης είχε μερικώς διεισδύσει στο κράνος του από τη ζελατίνα ακριβώς επάνω από το δεξί φρύδι και προκάλεσε ένα τραύμα στο μέτωπό του.
Ο Σένα υπέστη θανατηφόρα κατάγματα κρανίου, τραύματα στον εγκέφαλο και μια αιφνίδια διακοπή της αρτηριακής λειτουργίας του.
Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, μέσα στο αυτοκίνητό του βρέθηκε μια αυστριακή σημαία που σκόπευε να σηκώσει μετά τον αγώνα προς τιμή του Ronald Ratzenberger.
Μέχρι σήμερα ακούστηκαν πολλά σενάρια για το πώς έγινε το ατύχημα, όμως κανένα δεν κατέστη δυνατό να αποδειχτεί.
Μετά τον θάνατό του, η ομάδα του δικάστηκε σύμφωνα με το Ιταλικό δίκαιο για το αδικαιολόγητο σπάσιμο του τιμονιού της FW16.
Σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, τα ατυχήματα της F1 που οδηγούν σε θάνατο του πιλότου πρέπει να διερευνώνται για τυχόν ποινικά αδικήματα, με το συνακόλουθο σκηνικό του ατυχήματος και τις δραστηριότητες που οδήγησαν στο θάνατο.
Τα μέλη της ομάδας της Williams κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία.
Η αρχική δίκη του 1997 ολοκληρώθηκε με απαλλαγές από τις κατηγορίες με το σκεπτικό ότι η εισαγγελία δεν κατόρθωσε να αποδείξει την υπόθεσή της.
Η τελική ετυμηγορία μετά τις εφέσεις εκδόθηκε από το ιταλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2007 η οποία ανέφερε ότι:
“Έχει διαπιστωθεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε από την αποτυχία της στήλης διεύθυνσης του τιμονιού, η οποία προκλήθηκε από ανεπαρκώς σχεδιασμένες και κακώς εκτελεσθείσες τροποποιήσεις.
Το βάρος της ευθύνης πέφτει στον Patrick Head, σαν επικεφαλής και υπεύθυνος
Ο επικεφαλής, ωστόσο, δεν συνελήφθη ποτέ επειδή το ιταλικό καταστατικό παραγραφής για ανθρωποκτονία είναι 7 έτη και 6 μήνες και η τελική ετυμηγορία βγήκε 13 χρόνια μετά το ατύχημα.
Οι ποινικές διώξεις επικεντρώθηκαν στην κολόνα του τιμονιού, η οποία διαπιστώθηκε ότι είχε τροποποιηθεί και συγκεκριμένα είχε κοπεί και κολληθεί.
Η εισαγγελία ισχυρίστηκε ότι η κολόνα έσπασε από την στρεπτική δύναμη προκαλώντας το ατύχημα και η ομάδα της Williams παραδέχτηκε την αστοχία και αποτυχία αυτή, αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης στον τοίχο της στροφής Tamburello.
Στον Σένα δεν του άρεσε η θέση του τιμονιού του FW16 σε σχέση με τη θέση καθίσματος και είχε ζητήσει την αλλαγή του πρώτου.
Ο επικεφαλής και ο Adrian Newey αρχιμηχανικός της ομάδας ικανοποίησαν το αίτημα του Σένα διαπράττοντας ένα ολέθριο λάθος, καθώς αποδείχθηκε ότι το κομμάτι των σωληνώσεων ήταν μικρότερης διαμέτρου από το αρχικό, το οποίο συγκολλήθηκε μαζί με ενισχυτικές πλάκες.
Η τροποποίηση πραγματοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο καθώς δεν υπήρχε χρόνος για να κατασκευαστεί μια νέα μεγαλύτερη κολόνα.
Η είδηση του θανάτου διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα παγκοσμίως, πυροδοτώντας θρήνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Σάο Πάολο. Χιλιάδες θαυμαστές του πήγαν στο πατρικό του σπίτι κλαίγοντας.
Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ιταμάρ Φράνκο, ανακοινώνοντας τον θάνατό του από την τηλεόραση, κήρυξε τη χώρα σε τριήμερο εθνικό πένθος, ενώ έθεσε το προεδρικό αεροπλάνο στη διάθεση της οικογένειάς του για να μεταφέρουν τη σορό του στη Βραζιλία.
Αξιοσημείωτο ιστορικά είναι ότι ένας από αυτούς που κουβάλησαν το φέρετρό του με τον ίδιο μέσα, κατά την κηδεία, ήταν ο κάποτε αιώνιος εχθρός του, Αλέν Προστ,ο οποίος, μάλιστα, όπως είπε μετά από χρόνια σε μια συνέντευξη, με το θάνατο του Σένα πέθανε και ένα δικό του κομμάτι.