“Δεν ξέρω καν αν ο Ντιέγκο συνειδητοποίησε πραγματικά πόσο σπουδαίος ηταν και τι χάρισμα είχε εκ φύσεως.
Του άρεσε να παίζει, όπως όταν ήταν παιδί στην Αργεντινή.
Στα αποδυτήρια έπαιζε με λεμόνια, δεν το κατέβαζε απο το πόδι το λέμόνι, αν δεν του έλεγες να βγει στο γήπεδο.
Όταν έβρεχε έβγαινε μόνος του και έκανε κόλπα με την μπάλα μέσα στις λάσπες, όπως όταν ήμασταν παιδιά.
Ο Ντιέγκο είχε αφέλεια και η χαρά είναι η αφέλεια των παιδιών.Ξέρω ότι εκείνα τα χρόνια ήμουν προπονητής του μεγαλύτερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.
Κάτι αντίστοιχο δεν θα ξαναδούμε».
Οτάβιο Μπιάνκι
«Μια φορά ο Ντιέγκο έφτασε στο Σοκάβο αργά το βράδυ, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν 23 Δεκεμβρίου 1986.
Ένα άδειο Σοκάβο.
Ο Ντιέγκο ήρθε να χαιρετήσει τον σεφ Μαρέσκα και τον Σταράτς, εργαζόμενο στην αποθήκη και μετά σερβιτόρο στο αθλητικό κέντρο.
Παρατήρησε ότι ήμασταν μόνο εγώ και ο Lampugnani στο δωμάτιο, που επέστρεφαν από έναν αγώνα με την Primavera.
Ο Μαραντόνα μας ρώτησε:
“Τι κάνετε εδώ παιδιά; Δεν θα πάτε σπίτι για τα Χριστούγεννα;”
Του εξήγησα ότι περίμενα το επόμενο πρωί για να πάρω το πλοίο και να επιστρέψω στην Ίσκια, ενώ ο συμπαίκτης μου θα έπρεπε να πάρει το τρένο το επόμενο βράδυ για να φτάσει στη μακρινή Μάντοβα και ως εκ τούτου θα πήγαινε στους γονείς του μετά από δύο μέρες… Τότε ο Ντιέγκο κάλεσε τον αθλητικό διευθυντή της Νάπολι Τζίτζι Παβαρέζε και πλήρωσε για τον Λαμπουνιάνι μια απευθείας πτήση και με επιστροφή για να περάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του.
Ο Μαραντόνα είχε τεράστια καρδιά».
Τζιουζέπε Ταλιαλατέλα