Ο Γιώτης Εγκωμίτης ηταν Κύπριος ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως επιθετικός μέσος και πλέον ειναι προπονητής.
Γεννήθηκε στις 26 Μαΐου του 1972 στην Αμμόχωστο και έγινε γνωστός κατά τη θητεία του στον Εθνικό Άχνας το 1992.
Το 1997 μετακινήθηκε στην Ανόρθωση Αμμοχώστου και το 2000 έκανε το μεγάλο άλμα στην καριέρα του παίρνοντας μεταγραφή στον ΠΑΟΚ όπου έμεινε μέχρι το 2006 κατακτώντας 2 φορές το Κύπελλο Ελλάδας (2001, 2003).
Το 2001 στον τελικό κυπέλλου Ελλάδας άνοιξε το σκορ στο 4ο λεπτό και ήταν από τους πρωταγωνιστές στη μεγάλη νίκη με 4-2 απέναντι στον Ολυμπιακό.
Η τελευταία ομάδα που επεξε ηταν ο Εθνικό Άχνας, απο τον Ιούνιο του 2006 μεχρι το 2009.
Ο Γιώτης Εγκωμίτης έχει 45 συμμετοχές και 7 γκολ με την Εθνική Κύπρου.
”Ολόκληρη η χρονιά, την σεζόν 2000-2001 ήταν δύσκολη, λόγω των πολλών οικονομικών προβλημάτων, που λογικό ήταν να επηρεάζουν έως ένα βαθμό την ομάδα.
Αποκτήσαμε ένα έξτρα κίνητρο.
Βλέπαμε τον τελικό ως μια ευκαιρία να αποδείξουμε το ποιοι είμαστε.
Παίζαμε σ’ ένα ματς τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς και εκείνο το κύπελλο ήταν στον κόσμο του ΠΑΟΚ που από την πρώτη στιγμή ήταν δίπλα.
Κι όλοι ξέρουν τι σημαίνει να έχεις τον κόσμο του ΠΑΟΚ στο πλευρό σου.
Δεν ήμουν 100% έτοιμος και η απόφαση θυμάμαι πάρθηκε την τελευταία στιγμή, λίγο πριν ο προπονητής ανακοινώσει την ενδεκάδα.
Με τον γιατρό ήμασταν σίγουροι ότι θα άντεχα να βγάλω 60-70 λεπτά, τελικά πήραμε το ρίσκο και έτσι έπαιξα απ’ την αρχή ως το τέλος.
Μπαίνοντας στο γήπεδο ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα βλέποντας την κερκίδα των φίλων του ΠΑΟΚ, να είναι κατάμεστη, ο ένας πάνω στον άλλο.
Παρατηρούσα την ώρα της προθέρμανσης ότι δε χωρούσε να μπει άλλος στην κερκίδα.
Αυτή η εικόνα, που την έχω και τώρα “ζωντανή” μπροστά μου, τόνωσε όλους τους ποδοσφαιριστές.
Όλοι μας δώσαμε το 100% και παραπάνω για να φτάσουμε στην κατάκτηση του κυπέλλου.
Το γρήγορο γκολ μας έδωσε μια καλή ψυχολογία, μας έβαλε κυριολεκτικά φτερά στα πόδια. Και στα 90’ ήμασταν οι καλύτεροι μέσα στο γήπεδο απέναντι σ’ έναν πανίσχυρο Ολυμπιακό, που μας απείλησε σε μια-δύο περιπτώσεις, θυμάμαι μια ευκαιρία του Γιαννακόπουλου, αλλά μετά και το 0-2, εμείς ήμασταν αυτοί που χάσαμε ένα τσουβάλι ευκαιρίες και πετύχαμε ακόμα δύο γκολ.
Ήταν μια προσωπική δικαίωση για μένα.
Στην πρώτη μου χρονιά ήρθε ένας τίτλος, που ο ΠΑΟΚ είχε τόσα πολλά χρόνια να πανηγυρίσει.
Μια δικαίωση για τον προπονητή που πίστεψε και με έφερε από την Κύπρο, για όσους με πίστεψαν και μου έδωσαν την ευκαιρία να φορέσω τη φανέλα του ΠΑΟΚ.
Δεν μπόρεσα να πανηγυρίσω ένα Πρωτάθλημα με τον ΠΑΟΚ.
Εκείνη η ομάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έδειχνε ότι με μια-δύο προσθήκες μπορούσε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα, όμως μέσα σε δύο χρόνια διαλύθηκε.
Έφυγαν όλοι σχεδόν οι βασικοί ποδοσφαιριστές, η ομάδα αποδυναμώθηκε και την ίδια στιγμή δυνάμωναν οι βασικοί ανταγωνιστές μας”.