“Ακόμα δεν έχω συνηθίσει να μιλάω γι’αυτόν σε παρελθόντα χρόνο.
Ήταν πάντα ένας παλιομοδίτικος μπαμπάς, μου έλεγε…
“Παίζεις ποδόσφαιρο μόνο αν τα πας καλά στο σχολείο, αλλιώς θα σταματήσεις”.
Σπίτι, στον όροφο κάτω από το δικό μας ο συμμαθητής μου είχε μια μεγάλη βεράντα, παίζαμε ένας εναντίον ενός, ακόμη και δύο εναντίον δύο.
Ανακάλυψα τυχαία ότι ο πατέρας μου, όταν ήταν στο σπίτι και δεν συνέβαινε συχνά, μας έβλεπε από το μπαλκόνι μας.
Δεν ήταν πολύ εκδηλωτικός, αλλά καταλάβαινα πόση αγάπη υπήρχε στον στεγνό τρόπο που ήταν κοντά μας, ακόμα και όταν προπονούσε στη Φότζια, στο Τέρνι, στην Πάρμα.
Όταν ήμασταν όλοι μαζί, δεν τα κάναμε μπάχαλο στο τραπέζι.
Η απόλυτη σιωπή σ’ένα τραπέζι τουλάχιστον οκτώ ατόμων είναι ουτοπία.
Όταν ήμουν αρκετά μεγάλος για να οδηγήσω ένα σκούτερ, ο πατέρας μου πάντα μου το αρνιόταν.
”Το μόνο που χρειάζεται είναι μια στιγμή απόσπασης της προσοχής και τελειώσατε κύριε με την μπάλα” είπε.
Δεν πήγε ποτέ να μιλήσει με τους προπονητές μου, άφηνε τα πράγματα να συμβούν, σεβόταν τους ρόλους.
Είχα μερικές συγκρούσεις με τον μπαμπά.
Είχε τον χαρακτήρα του, είχα τον δικό μου.
Τίποτα σοβαρό, αλλά αν υπήρχε κάτι ανόητο όταν ήμουν μικρός, θα το έκανα.
Ποτέ στο γήπεδο, μόνο έξω από αυτό.
Θυμάμαι πολύ καλά το πρόσωπο που έπαιρνε όταν γυρνούσα σπίτι στις 7 το πρωί.
Διακοπές στην Βερσαλία ενω υπήρχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Άντζελες, με εμπιστευόταν η μάνα μου κι’ας ξενυχτούσα
Δεν είχα υπολογίσει τις ημερομηνίες όμως και ο πατέρας μου μόλις είχε επιστρέψει και ήταν στον δρόμο και περίμενε εμένα.
Ας πούμε ότι δεν το πήρε καλά».
Πάολο Μαλντίνι