-Μπαμπά, αν δεν υπάρχει συνθετικό, δεν θα πάω!
-Θα σε άφηνα να παίξεις εκεί που έπαιζα.
Εκεί που το έκανα για χρόνια.
Βροχή, παγετός, χιόνι, σκόνη.
Είδα ανθρώπους να φτάνουν στο γήπεδο ακόμα και με βρώμικα χέρια από τη δουλειά. Κουρασμένοι αλλά ποτέ ξενερωμένοι σαν άνθρωποι.
Άνθρωποι που για να μην χάσουν την προπόνηση ήρθαν να τρέξουν με πυρετό.
Άλλοι με χίλιες σκέψεις, αλλά πάντα παρόντες.
Και το κάναμε από πάθος.
Δεν μας ένοιαζε το γήπεδο.
Θα μπορούσαμε να παίξουμε και σε σκληρά γήπεδα.
«Ήμασταν χαρούμενοι και δεν το ξέραμε».
Χαιρόμασταν όταν έφταναν φίλοι στο σπίτι με ποδήλατα, χωρίς μηνύματα.
Ήμασταν χαρούμενοι όταν ακούγαμε…
«Ελα θεία, αφησε τον να βγει, μόνο μια ώρα!»
Ήμασταν χαρούμενοι όταν τουλάχιστον 1 στους 20 είχε την μπάλα.
Ήμασταν χαρούμενοι όταν το μόνο πρόβλημα ήταν…
«Θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το γερμανικό τουλάχιστον σήμερα;»
Χαιρόμασταν όταν δύο μπουφάν έφτιαχναν μια εστία.
Ήμασταν χαρούμενοι όταν, με δύο άτομα να παρακολουθούν τους αγώνες μας, νιώθαμε σα να βρισκόμασταν στο Γουέμπλεϊ.
Ήμασταν χαρούμενοι όταν, αφού παίζαμε, μπορούσαμε να μιλήσουμε για τα είδωλά μας. Ήμασταν χαρούμενοι όταν, για κάθε πρόβλημα, υπήρχε μόνο μία λύση…
«Έλα, λίγο κρύο νερό και όλα είναι εντάξει!»
Ήμασταν χαρούμενοι γιατί ήμασταν παιδιά.
Παιδιά μιας όμορφης εποχής που περνάει μόνο μια φορά στη ζωή.