«Μια μέρα, έπεσα από την ταράτσα του νηπιαγωγείου.
Έκανα μια μεγάλη μελανιά και έτρεξα σπίτι κλαίγοντας, περιμένοντας ένα χτύπημα στο κεφάλι ή τουλάχιστον μερικά λόγια παρηγοριάς.
Μου έδωσε ένα χαστούκι.
«Τι έκανες στην ταράτσα, ε;».
Όχι «Καημένε Ζλάταν» μην κλαις αλλά «Βλάκα, ανεβαίνεις σε μια ταράτσα, πάρε ακομα μία σφαλιάρα!».
Ήμουν εντελώς σοκαρισμένος, πήγα στο πλάι ή βγήκα έξω, δεν θυμάμαι.
Η μητέρα μου δεν είχε χρόνο να με παρηγορήσει.
Δούλευε ως καθαρίστρια και μόχθησε για να μας στηρίξει, ήταν πραγματικά σκληρή, αλλά δεν της έμενε η ενέργεια για πολλά άλλα.
Στο σπίτι μου είχαμε όλοι έναν τρομερό χαρακτήρα, δεν ακουγόταν ο ηχος ευγενικών φράσεων όπως…
«Αγάπη μου, θα μπορούσες να είσαι τόσο καλός ώστε να μου δώσεις το βούτυρο;»
Ηταν κάτι περισσότερο σαν…
«Ο μπαμπάς σηκωνόταν και έφευγε.
Εκεί χτυπούσαν τις πόρτες και η μαμά έκλαιγε.
Έκλαιγε συχνά.
Όλη μου η αγάπη πηγαίνει σε αυτήν.
Χρειάστηκε να παλέψει πολύ στη ζωή.
Καθάριζε μέχρι και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, κάθε τόσο εγώ και τα αδέρφια μου τη συνοδεύαμε και βγάζαμε τις σακούλες με τα σκουπίδια για να κερδίσουμε χρήματα».
Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς