«Όταν ήρθα στην Ελλάδα το 1988 κάθε ομάδα μπορούσε να έχει δύο ξένους παίκτες. Διάλεγα τότε εγώ και νομίζω πάντα ότι οι ομάδες μου είχαν καλούς ξένους.
Είχαν τον Σαβέφσκι, Σάμπα, έφερα Γκόκιτς, που έκανε καριέρα.
Μετά οι ξένοι έγιναν τρεις, πέντε και τώρα υπάρχουν πιο πολλοί ξένοι από ότι Έλληνες και αυτό είναι κακό για το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Εγώ πίστευα ότι η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία, έχουν ομοιότητες.
Έφερνα παιδιά που δεν ήταν δύσκολο να προσαρμοστούν.
Σκεφτόμουν την ομάδα.
Τώρα σε μία ομάδα, υπάρχουν πολλοί ξένοι.
Δεν διαλέγω πάντα εγώ, θέλω να το ξέρετε.
Μακάρι να μπορούσα να το κάνω, αλλά ποτέ δεν είχα πολλές σχέσεις με μάνατζερ, ούτε ποτέ ζητούσα από έναν πρόεδρο, παίκτες που δεν μπορούσε να αποκτήσει.
Και τα οικονομικά της ομάδας τα πρόσεχα πάντα.
Είναι αλήθεια ότι το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ.
Δεν θέλω να μιλάω για αυτή την ιστορία και την αποχώρησή μου από την ΑΕΚ το 1996. Έχουμε πει τα πάντα και έχουν γράψει πολλά.
Το μόνο που θέλω να πω, είναι ότι δεν ανέχομαι πάνω μου, κάποιον να με πατάει στο κεφάλι και να μην με σέβεται.
Δεν αφήνω κανέναν να μου κάνει κουμάντο.
Όταν αυτά συμβαίνουν, φεύγω. Εγώ είμαι πάντα ΑΕΚτζής.
Όπου δούλευα, πάντα ως οπαδό της ΑΕΚ με αντιμετώπιζαν.
Όλοι είμαστε κάποια ομάδα, αλλά κάνουμε και κάποια δουλειά.
Υπάρχουν αγώνες που τους χάρηκα.
Τα δύο ματς με την Ρεάλ, που έπαιξα με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ, που τελείωσαν 3-3, ήταν γεμάτα παιχνίδια.
Τέτοιος αγώνας σαν τον τελικό Κυπέλλου με Ολυμπιακό και ΑΕΚ δεν θα ξαναγίνει ποτέ.
Και θέλω να το γράψεις.
Είχα τα νεύρα μου, γιατί κάναμε πολλά λάθη, αλλά μετά όταν πέρασαν οι μέρες και το σκεφτόμουν, είπα αυτό είναι μοναδικό.
Ήθελα καλά παιδιά στις ομάδες μου και ίσως αυτό γίνεται γιατί εγώ έπαιξα σε μία ΑΕΚ, που είχε πολλά σπουδαία παιδιά.
Με τους πιο πολλούς κάνω ακόμα παρέα.
Εκείνη η ομάδα, είχε έναν καλό προπονητή, τον «Παππού» (Φάντροκ).
Και έναν σπουδαίο πρόεδρο, τον Λουκά Μπάρλο.
Τον θυμάμαι να παρακολουθεί τα ματς, χαρούμενος όταν η ομάδα κέρδιζε και πάντα δίπλα μας, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
Έχασε πολλά λεφτά από το ποδόσφαιρο, αλλά ήταν σπουδαίος άνθρωπος.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα, οι ήττες είναι ορφανές.
Δεν τις θέλουμε και θέλουμε να τις φορτώσουμε κάπου.
Όλοι χάνουμε, όλοι κερδίζουμε.
Για μένα, όταν έχω χάσει ένα παιχνίδι, και κάπου μπορεί να έκανα λάθος εγώ, είναι πιο εύκολο να το δεχτώ.
Η ήττα είναι χρήσιμη. Μαθαίνεις.
Εγώ έμαθα πάρα πολλά από τις ήττες στο Τσάμπιονς Λιγκ και με την ΑΕΚ αλλά και με τον Ολυμπιακό κυρίως, τα πρώτα χρόνια.
Θυμάμαι ματς με την Ρεάλ, που χάσαμε με πέντε γκολ, με βοήθησαν πολύ να καταλάβω τι πρέπει να γίνεται. Τι χρειάζεται.
Μόνο έτσι μαθαίνεις στο ποδόσφαιρο. Το λέω και στους παίκτες.
Θα ήθελα να με θυμούνται ως κάποιον που θα ήθελε το καλύτερο πάντα.
Αυτό ζητάω και αυτό θα ζητάω.
Είναι δύσκολο να πεις πόσο είναι το μερίδιο συμμετοχής του προπονητή, στην επιτυχία μίας ομάδας.
Και είναι άδικο, να κρίνεις τους προπονητές, σαν να προπονούν όλοι τους, την ίδια ομάδα και να δουλεύουν όλοι με τις ίδιες συνθήκες.
Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σε ομάδες, που όλοι πληρώνονται στην ώρα τους και άλλοι που δουλεύουν στις ομάδες, που δεν πληρώνεται κανείς.
Για σας κάνουν όλοι την ίδια δουλειά. Δεν είναι έτσι.
Και μετά είναι και οι παίκτες που έχεις. Αυτή είναι η τύχη σου.
Ή οι διαιτητές που δεν αντιμετωπίζουν όλες τις ομάδες το ίδιο.
Δείξτε μου έναν προπονητή που δεν θα ήθελε τον Ριβάλντο.
Εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα με φίρμες, είχα πρόβλημα με εκείνους που μου χαλάνε την ομάδα, που δεν σέβονται τους συμπαίκτες τους, που ξεχνούν ότι σε μία ομάδα υπάρχουν 24-25 ακόμα και 30 συμπαίκτες.
Ο καλός παίκτης πρέπει να είναι παράδειγμα.
Εγώ με τον Ριβάλντο δεν είχα πρόβλημα ποτέ. Ποτέ. \
Οι δημοσιογράφοι φταίνε για αυτό.
Είχα γκρίνιες από τον Ζιοβάνι που ήθελε να παίζει 90 λεπτά.
Και από τον Καστίγιο, που ήθελε να παίζει συνέχεια.
Είμαι Έλληνας κανονικός πλέον.
Δεν έφυγα ποτέ από εδώ.
Μολονότι είχα τουλάχιστον δύο προτάσεις τα προηγούμενα χρόνια, να πάω να δουλέψω στην Δυτική Ευρώπη.
Οι πιο πολλοί φίλοι μου είναι Έλληνες πλέον.
Εκνευρίζομαι και χαίρομαι όπως και εσείς.
Ανησυχώ όπως εσείς.
Με πειράζει όμως λίγο γιατί στις νεότερες γενιές δεν υπάρχει παιδεία.
Δεν θέλω να μιλάω. Δεν μου αρέσει.
Δεν μιλούσα ούτε όταν ήμουν ποδοσφαιριστής. Δεν μου άρεσε.
Εδώ όλοι μιλάνε. Μιλάνε οι παίκτες, μιλάνε οι πρόεδροι, μιλάνε οι δημοσιογράφοι.
Ας υπάρχει και κάποιος που δεν μιλάει πολύ.
Εσείς στην Ελλάδα, θέλετε κόσμο να κάνει φασαρία, εγώ δεν έκανα.
Δεν με πειράζει η κριτική.
Ξέρω πλέον ποιος γνωρίζει ποδόσφαιρο και ποιος γράφει για να γράφει.
Όταν είχα έρθει στην αρχή, είχα βρει πολλά παιδιά που έκαναν τότε ρεπορτάζ της ΑΕΚ και ήθελαν να μάθουν και να καταλάβουν καλύτερα το ποδόσφαιρο.
Τότε κάναμε μία συνάντηση, κάθε Δευτέρα και μιλούσαμε για το ματς.
Το σύστημα που ακολούθησα, πως παίξαμε.
Το σταμάτησα, γιατί κάποια μέρα τσακώθηκα με κάποιον και το σταματήσαμε.
Αλλά νομίζω, ότι τους έκανα όλους καλούς και τους έμαθα πολλά, για αυτό και τώρα με ταράζουν στην κριτική.»
Ντούσαν Μπάγεβιτς
Συνέντευξη στην Καθημερινή