Το ταλέντο του Ζντοβτς από την Σλοβενία, τράβηξε την προσοχή των προπονητών της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας από νωρίς.
Μέχρι το 1983, σε ηλικία 16 ετών, έπαιξε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων στη Γερμανία όπου κέρδισε το πρώτο του χρυσό μετάλλιο.
Ανάμεσα στους συμπαίκτες του ήταν οι μελλοντικοί σπουδαίοι Ζάρκο Πάσπαλι, Μπράνισλαβ Πρέλεβιτς.
Την ίδια χρονιά, έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο νέων στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα της Ισπανίας, ως ο νεότερος παίκτης της γιουγκοσλαβικής ομάδας.
Μέχρι τη σεζόν 1985-86, ο Ζντοβτς ήταν ήδη σημαντικός παίκτης για την Ολίμπια Λιουμπλιάνα.
Δύο χρόνια αργότερα, ο προπονητής Ντούσαν Ίβκοβιτς τον πήγε στην πρώτη του μεγάλη διοργάνωση – τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988 στη Σεούλ και επέστρεψε με ασημένιο μετάλλιο.
Έλαμψε στο Πρωτάθλημα Ευρώπης του 1989 μαζί με όλα τα μέλη της “Γιουγκοσλαβικής Ομάδας των Ονείρων”, όπως και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της επόμενης χρονιάς.
Η πολιτική προκάλεσε ένα από τα πιο περίεργα σενάρια στην ιστορία του μπάσκετ.
Η Γιουγκοσλαβία έφτασε στη Ρώμη για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1991 ως φαβορί.
Ο Ντράζεν Πέτροβιτς έλειπε, αλλά ο Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς ήταν εκεί.
Στα τρία παιχνίδια της φάσης των ομίλων, η Γιουγκοσλαβία κατέγραψε εύκολες νίκες.
Ο Ζντοβτς είχε 7 πόντους απέναντι στη Βουλγαρία, 3 στην Πολωνία και 4 στην Ισπανία.
Στις 26 Ιουλίου 1991, ημέρα πριν από τα ημιτελικά, ο Ζντοβτς χτύπησε την πόρτα του Ίβκοβιτς με δάκρυα στα μάτια και του είπε ότι η κυβέρνηση της Σλοβενίας, η οποία κήρυξε ανεξαρτησία από τη Γιουγκοσλαβία στις 25 Ιουλίου, του έδωσε εντολή να αποχωρήσει από την ομάδα.
Η Γιουγκοσλαβία νίκησε τη Γαλλία στον ημιτελικό και την Ιταλία στο παιχνίδι του τίτλου χωρίς ιδιαίτερο κόπο, αλλά χωρίς τον Ζντοβτς.
Όταν απονεμήθηκαν τα μετάλλια στο βάθρο, υπήρχε ένα επιπλέον.
Ο Ζντοβτς ήταν έξυπνος παίκτης.
Είχε γρήγορο σουτ, ήταν ένας πολύ καλός χειριστής μπάλας, αλλά πάνω απ’ όλα, ήταν ένας εξαιρετικός αμυντικός παίκτης.
Ήταν τέλειος για κάθε προπονητή.
Δεν ήταν καθαρός σκόρερ αλλά θα μπορούσε να το κάνει αν η ομάδα του το χρειαζόταν. Όταν ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς ξεκίνησε την πρώτη του πλήρη σεζόν με τη Λιμόζ το καλοκαίρι του 1992, ο πρώτος παίκτης που ζήτησε ήταν ο Σλοβένος, ο οποίος είχε παίξει στην Ιταλία την προηγούμενη σεζόν.
Η πρωταθλήτρια Λιμόζ τον απέκτησε δεν ήταν καν το φαβορί για να φτάσει στα πλέι οφ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να φτάσει μέχρι το φάιναλ φορ στην Αθήνα και να κερδίσει τον τίτλο.
Μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία της Ευρωλίγκας. Το 1997 κέρδισε το πρωτάθλημα Γαλλίας με τη Ρασίνγκ, όπως είχε κάνει και το 1993. Αγωνίστηκε δύο φορές στην Ελλάδα (με τον Ηρακλή για τρία χρόνια και τον Πανιώνιο), χωρίς να κατακτήσει τίτλους.
Στον Ηρακλή είχε 16,9 πόντους μ.ο με 3,4 ασίστ και 37 % στα τρίποντα.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ακολούθησε προπονητική καριέρα.
Έμαθε πολλά από τους προπονητές και τους πρώην συμπαίκτες του και τα προσάρμοσε στη δική του μπασκετική φιλοσοφία.
Ως προπονητής έχει δουλέψει στις εξής ομάδες: 2003–2004 ΚΚ Σπλιτ, 2004 Σλόβαν, 2005–06 Ηρακλής, 2007–08 Μπόσνα Σεράγεβο, 2008–2011 ΚΚ Ολίμπια, 2008–09 Σλοβενία, 2011–13 Σπάρτακ Αγίας Πετρούπολης, 2014–16 Εθνική Σλοβενίας, 2013–15 Royal Halı Gaziantep, 2015–17 ΑΕΚ, 2017–18 Cedevita, 2019–20 ΚΚ Ολίμπια, 2020–21 Μετροπόλιτανς 92 και το 2021 στη Ζάλγκιρις Κάουνας.