”Προπονητής της ΑΕΚ εκείνη την εποχή ήταν ο Φερνάντο Σάντος.
Πρόκειται για έναν σπουδαίο άνθρωπο.
Όλα μαζί του κύλησαν ωραία.
Στο ξεκίνημα της σεζόν τραυματίστηκα και τότε ξεκίνησε ο εφιάλτης.
Ο πρόεδρος με ρώτησε πότε θα ξαναπαίξω προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους του συμβολαίου.
Δεν είχα το δικαίωμα να παίξω παρά μόνο να προπονούμαι.
Ο Σάντος ήταν στενοχωρημένος γι’ αυτό.
Τον Ιανουάριο του 2002 έφτασα στο σημείο να μην μπορώ ούτε να προπονηθώ.
Μου το απαγόρευσε ο πρόεδρος.
Σταμάτησε να με πληρώνει.
Δεν έκανα προπονήσεις, αλλά έπρεπε να βρίσκομαι στο προπονητικό κέντρο, υπογράφοντας το σχετικό έγγραφο προσέλευσης και εν συνεχεία αποχωρούσα.
Ένα πρωί επιστρέφοντας στο σπίτι μου δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα.
Τα κλειδιά δεν έμπαιναν.
Ο πρόεδρος είχε αλλάξει τις κλειδαριές και έπρεπε να φωνάξω κλειδαρά.
Λίγο αργότερα με κάλεσε και μου φώναξε.
“Πρέπει να φύγεις και να μας δώσεις τα κλειδιά”.
Μάλιστα έβρισε και την σύζυγο μου.
Επέστρεψα σπίτι και είχε πάλι αλλάξει την κλειδαριά.
Αυτό συνέβη κατά την διάρκεια της συνάντησης μας.
Πήγα στο αστυνομικό τμήμα για να κάνω καταγγελία, μάζεψα τα πάντα από το σπίτι και πήρα το πρώτο αεροπλάνο με την σύζυγο μου με προορισμό την Γαλλία.
Υπέγραψα για τρία χρόνια και παρά τις διαμαρτυρίες μου έλαβα μόλις τρία μηνιάτικα.
Δεν έχω κρατήσει επαφές με πρώην συμπαίκτες μου.
Θυμάμαι τον Ντέμη.
Ο Τσιάρτας ήταν πολύ καλός παίκτης, αλλά πολύ υπερήφανος.
Ο Ζήκος τρομερά ευγενικό παιδί.
Και ο Ζαγοράκης δουλευταράς
Είχα υπογράψει τριετές συμβόλαιο και θα το εξαντλούσα εάν δεν ήταν ο τότε πρόεδρος γιατί πίστευα πολύ σε αυτήν την ομάδα
Έλεγαν ότι είμαι χοντρός για να μ’ αναγκάσουν να φύγω.
Ήμουν όμως καλά και μπορούσα να παίξω όταν δεν ήμουν τραυματίας””.
Ερίκ Ραμπεσαντρατανά