«Τον έλεγαν Τζίνο, το οποίο είναι ένα ωραίο παλιό όνομα.
Μπαμπάς Τζίνο.
Μια μέρα, ίσως, θα γινόταν παππούς Τζίνο γιατί υπάρχουν ονόματα που μοιάζουν να έχουν βγει ειδικά για να γίνουν παππούδες.
Ο παππούς Τζίνο ο ηλεκτρολόγος.
Εσύ όμως τον θυμάσαι ως έναν νεαρό μπαμπά, έτσι Αλεσάντρο;
Ηταν ο μπαμπάς σου και όταν κλωτσούσες την μπάλα πολύ δυνατά και αυτή η μπάλα έσπαγε μια λάμπα (ακόμη και ως μικρό παιδί δοκίμαζες πάντα το δύσκολο σουτ και αυτό κάνει τη διαφορά…
Όχι να πετύχεις αλλά να προσπαθήσεις, να το επιθυμείς ως πιθανό, αυτός ανέβαινε σε μια σκάλα και αντικαθιστούσε εκείνο το μικρό αστέρι που έσβηνε.
Ολα ήταν τόσο εύκολα, τότε.
Μια λάμπα που έσπαγε, ένας μπαμπάς που ανέβαινε στη σκάλα, μια λάμπα που επανερχόταν στη ζωή.
Ποιος ξέρει αν το σκεφτόσουν αυτό, Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, καθώς έτρεχες προς τον τερματοφύλακα της Μπάρι, η μπάλα στο δεξί, μία επαφή, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, η προσποίηση με το σώμα…
Την Τρίτη ο μπαμπάς Τζίνο πέθανε.
Σαν μια λάμπα που δεν γίνεται να αλλάξεις και εσύ το ήξερες ότι εκείνο το αδύναμο φεγγάρι έσβηνε, αλλά δεν το περίμενες τόσο σύντομα και ποτέ δεν είχες μιλήσει με κανέναν για αυτό. «Λένε ότι ο πατέρας μου είναι άσχημα αλλά δεν είναι αλήθεια» είχες πει σε μια φίλη σου. Τελικά πέθανε στο νοσοκομείο του Κονελιάνο, του μέρους στο οποίο γεννήθηκες και στο οποίο μόλις αγόρασες ένα λόφο, ναι, ένα λόφο, όχι μια Ferrari, αυτή την είχες ήδη, αλλά ένα λόφο για να φυτέψεις αμπέλια και να βγάζεις κρασί, ίσως να φτιάξεις και ένα σπίτι.
Αν το είχες φτιάξει και αν ο μπαμπάς σου δεν είχε σβήσει, ο παππούς Τζίνο, θα έπαιζε με τα παιδιά σου σε αυτό τον λόφο, μπορείς να ορκιστείς.
Στοιχηματίζουμε, Αλεσάντρο, ότι τα παιδιά σου θα αγγίζουν την μπάλα πάντα με το εξωτερικό.
Εκείνος είχε έρθει στο γήπεδο όταν είχες μπει σε αυτό για πρώτη φορά με τη φανέλα της Πάντοβα.
Μετά όμως εξαφανίστηκε.
Δεν ήταν ένας μπαμπάς για πρωτοσέλιδα, διαφορετικά θα είχε άλλο όνομα, πιο απαιτητικό. Αντιθέτως, ο Τζίνο ο ηλεκτρολόγος είχε το φως του ήσυχο και σε άφησε να πετύχεις βλέποντας σε από μακριά, δηλαδή από το σημείο που σε παρακολουθούσε με την υπερηφάνεια κάθε πατέρα μπροστά στο θαύμα ενός παιδιού που μεγαλώνει, που τρέχει πίσω από μια μπάλα, μια απίστευτη ευτυχία, ανυποψίαστη.
Την Κυριακή δεν πρόλαβε να δει το… μισό γκολ σου κόντρα στη Νάπολι, αφού έκανε αυτό το λάθος ο τερματοφύλακας, αλλά εσύ ήσουν τόσο ικανοποιημένος μετά.
Ο Αντσελότι σε άφησε στον πάγκο στο Μπάρι όχι για αυτό, όχι για να σε αφήσει να απαλλαγείς από τον πόνο, αλλά για τεχνικούς λόγους.
Το σημείωσες.
Εκατσες στον πάγκο και παρέμεινες σοβαρός, περίμενες για περισσότερο από το μισό ματς, μετά σου έκαναν σινιάλο να σηκωθείς και σήκωσες τον γιακά.
Σφυρίγματα στο γήπεδο, αλλά ποιος νοιάζεται, ποιος τους ακούει;
Αμέσως δύο ενέργειες ωραίες, τεχνικές.
Μετά εκείνη η μπαλιά.
Επαφή με το δεξί, ακόμη μία, δύο, ντρίμπλα στον Νεkrούζ, τώρα πρέπει να χτυπήσεις την μπάλα χαμηλά, με το αριστερό.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια μια ενέργεια απόλυτης… απαλότητας, σαν ένα πούπουλο που πέφτει στο νερό.
Ουρλιάζεις, αρχίζεις να κλωτσάς μια διαφημιστική πινακίδα, ο Τσίρο Φεράρα σε αγκαλιάζει δυνατά και σου ξεφεύγει κάποιο δάκρυ, από εκεί και πέρα είναι η Γιούβε, είναι οι υπόλοιποι που σε καλύπτουν ολόκληρο, είναι η στιγμή που μπορείς να κλάψεις λίγο αν θες, είναι σαν να είστε μόνοι οι δυο σας σε μια κρυφή γωνιά.
Εμφανίζεσαι, δευτερόλεπτα μετά, με πρόσωπο σκληρό, κόκκινο και δυνατό.
Στα αποδυτήρια θα πεις μόνο ένα πράγμα, μια απλή φράση που θα άρεσε στον μπαμπά: «Είμαι πολύ χαρούμενος για μένα και για την ομάδα, αυτή είναι μια σημαντική νίκη και είναι και μια επιβεβαίωση, μετά από μια εβδομάδα που για μένα ήταν πολύ ιδιαίτερη».
Το υπόλοιπο, είναι όλο δικό σου και κάνεις πολύ καλά που δεν το μοιράζεσαι με κανέναν.
Ο φίλος σου Φεράρα, θα πει ότι δεν επέστρεψες γιατί ποτέ δεν είχες φύγει και αυτό, υπό μία έννοια, είναι αλήθεια.
Δεν έφυγες ποτέ, δεν άλλαξες πραγματικά ποτέ.
Και όταν είδες την εστία της Μπάρι, λοξή και τόσο μικρή μπροστά σου, στόχευσες με την άκρη του ματιού σου.
Υπήρχε μια λάμπα, εκεί μέσα, που έπρεπε να χτυπήσεις…».
Στις 19 Φεβρουαρίου 2001, η La Repubbica με αυτό το άρθρο περιέγραφε το γκολ και τον λυτρωτικό πανηγυρισμό του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στο San Nicola του Μπάρι, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Aνάρτηση απο Kostas Ketsetzoglou