«Δέκα χρόνια αφότου σταμάτησα να παίζω, αποφάσισα να επιστρέψω στον κόσμο του ποδοσφαίρου από την μπροστινή πόρτα, ξεκινώντας μια καριέρα ως προπονητής.
Είχα την τύχη να ξεκινήσω από την ομάδα νέων του Άγιαξ, πριν γίνω προπονητής της εθνικής Ολλανδίας.
Όταν επέστρεψα στον Άγιαξ ένα αγόρι με προκάλεσε.
«Είσαι ο Φαν Μπάστεν – είπε, περνώντας μου την μπάλα – δείξε μου τι μπορείς να κάνεις». Όμως δεν μπορούσα πλέον να κουνήσω τον αστράγαλό μου.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω προπονητής σαν τον Κρόιφ, ο οποίος επίσης ζούσε για το ποδόσφαιρο.
Αυτό το αγόρι λεγόταν Ζλάταν, το επώνυμό του ήταν Ιμπραΐμοβιτς.
Στην αρχή της καριέρας του ήταν παρόμοιος με εμένα, τεχνίτης και γκολτζής.
Τότε καταλάβαινε κι’αυτός το μυστικό του να είσαι σπουδαίος.
Έπρεπε να βάζει γκολ.
Αν θέλεις να είσαι νούμερο ένα, πρέπει να επικεντρωθείς στον στόχο, μόνο στον στόχο. Πρέπει να γίνεις μηχανή στο σκοράρισμα.
Παρά τις προσπάθειές μου, κατάλαβα ότι το να είμαι προπονητής δεν ήταν για μένα, υπέφερα από υπερβολική πίεση στον ρόλο αυτό.
Είχα συνεχείς κρίσεις πανικού και άγχους, μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι δεν μου έλειπε τίποτα.
Πριν από τις συναντήσεις με τον Τύπο, ξάπλωνα στο πάτωμα σε ένα άδειο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρω τη δύναμη να βγω έξω και να απαντήσω στην κριτική.
Ήθελα να κάνω τα πράγματα πολύ καλά, δεν μπορούσα να είμαι ικανοποιημένος.
Δεν δεχόμουν να με συζητάνε.
Ήμουν φανατικός του ποδοσφαίρου.
Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να εγκαταλείψω έναν από τους τελευταίους εκτός έδρας αγώνες με την εθνική Ολλανδίας.
Έφτασα στο αεροδρόμιο, ήμασταν στο Μινσκ της Λευκορωσίας.
Όλοι με απέφευγαν σαν να είχα μολυνθεί από μια μυστηριώδη ασθένεια.
Αυτό το μόνιμο αίσθημα μοναξιάς με βάραινε πολύ.
Είχα περάσει αυτές τις άβολες καταστάσεις στο παρελθόν.
Είχα την ταπεινότητα να τις αναγνωρίσω.
Με τον καιρό, έμαθα ότι δεν είναι ντροπή να ζητάς βοήθεια από τα κοντινά σου πρόσωπα, πρώτα από όλα να παραδεχτείς στον εαυτό σου ότι αισθάνεσαι άσχημα.
Και έτσι ήμουν αυτός, που είπε αρκετά, φτάνει».
Μάρκο Φαν Μπάστεν