«Μια μέρα είχε τελειώσει η προπόνηση αλλά εγώ και ο Ντιέγκο μείναμε μέχρι αργά γιατί ήθελε να προπονηθεί στα φάουλ και στα πέναλτι.
Μαζί μας ήταν και ο Κρίπα.
Μετά, όταν είχε βραδιάσει, αποφασίσαμε να παραγγείλουμε πίτσες στο προπονητικό κέντρο. Ηρθε η πίτσα, αρχίζουμε να τρώμε και ξαφνικά ο Ντιέγκο με ρωτάει…
“Πίνο, πόσα παίρνεις εσύ;”.
Του απαντάω “60 εκατ. λιρέτες”.
“Τον μήνα;” με ρωτάει, αρχίζω να γελάω και του λέω “ετησίως”.
Αρχισε να ουρλιάζει.
Φώναξε αμέσως τον Λουτσιάνο Μότζι, ο οποίος έφτασε τρέχοντας…
“Τι είναι αυτά Λουτσιάνο;
Ενα παιδί που έχει μεγαλώσει μαζί μας του δίνουμε τόσα λίγα;
Πώς είναι δυνατόν;”
Ο Μότζι είπε αμέσως…
“Μην ανησυχείς Ντιέγκο, θα το αναλάβω εγώ”.
Κάποιες μέρες μετά, όταν τελείωσε η προπόνηση, μου λέει ο Καρμάντο…
“Κάνε γρήγορα γιατί σε θέλει ο διευθυντής στο γραφείο του”.
Ετρεμα, δεν ήθελα να φέρω κανέναν σε δύσκολη θέση, παρακαλούσα να μην τελειώσω ποτέ εκείνο το ντους.
Πήγα στο γραφείο του Μότζι και μου λέει…
“Υπέγραψε εδώ”.
Ηταν ένα τριετές συμβόλαιο με τις διπλάσιες απολαβές.
Αυτός ήταν ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Γενναιόδωρος.
Το έκανε για μένα, όπως το έκανε για πολλούς παίκτες της Νάπολι εκείνα τα χρόνια.
Για μένα ο Μαραντόνα είναι η Νάπολι».
Πίνο Ταλιαλατέλα