Ο Παναγιώτης (Τάκης) Κελεσίδης (Σέρρες, 14 Μαρτίου 1950 είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν στην θέση του τερματοφύλακα.
Γεννήθηκε το 1950 στις Σέρρες, ξεκίνησε από τον Πανσερραϊκό και το 1972 πήγε στον Ολυμπιακό.
Έπαιξε 7 φορές με την εθνική Ελλάδας.
Το 1972 σε αγώνα με την Τότεναμ στο Λονδίνο απέκρουσε δύο φορές πέναλτι του Άγγλου Μάρτιν Πήτερς.
Τερμάτισε τη σταδιοδρομία του με τα χρώματα της Προοδευτικής (1981-82)
Μικρός έκανε διάφορες δουλειές, δούλεψε στα χωράφια “για να βγάλω κανά φραγκάκι” και τα απογεύματα με φίλους στην γειτονιά έστηνε δύο καλάμια για δοκάρια και με μία αυτοσχέδια μπάλα από χαρτιά τυλιγμένη με σπάγκο έπαιζε ποδόσφαιρο.
“Πάντα κάτω από τα δοκάρια, από τα 10 μου ήξερα ότι θα γίνω τερματοφύλακας, το είχα μέσα μου”.
Ο Κελεσίδης έφτασε στην κορυφή με τη φανέλα του Ολυμπιακού κατακτώντας τρία διαδοχικά πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975) και δύο κύπελλα (1973, 1975) στην σπουδαία ομάδα του Γουλανδρή, αλλά βίωσε και αποτυχίες εκτός γηπέδων με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που του κόστισαν αρκετά χρήματα.
Είχε ένα μαγαζί με ρούχα στον Πειραιά, αργότερα είχε ένα πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ στην Καλλιθέα και μία ταβέρνα στις Τζιτζιφιές.
Πέρασαν αρκετά χρήματα από την χέρια του, αλλά έφυγαν εύκολα και γρήγορα.
“Έκανα κι εγώ πολλά λάθη στη ζωή και την καριέρα μου. Μόνο ο Θεός δεν κάνει λάθη. Θέλω να ζητήσω συγνώμη από όσους πίκρανα”.
“Kαλύτερες στιγμές ήταν το νταμπλ που πήραμε όταν ήρθα στον Ολυμπιακό, αλλά και η στιγμή που απέκρουσα δύο φορές το πέναλτι του αρχηγού της Εθνικής Αγγλίας Μάρτιν Πήτερς, στον αγώνα με την Εθνική μας (σφύριξε επανάληψη ο διαιτητής).
Δεν είχε χάσει ποτέ πέναλτι στην καριέρα του μέχρι τότε και του έπιασα εγώ δύο, μέσα σε λίγα λεπτά”.
“Μόνο με τη σκληρή δουλειά αποκτά νόημα το ταλέντο”.
Υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι τερματοφύλακες τότε στην Ελλάδα.
Μέχρι και τον Νίκο Σαργκάνη λίγο αργότερα.
Κάπου εκεί όμως τελείωσαν και για να μη παρεξηγηθώ, αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη. Κορυφαίο από τους ξένους θεωρώ τον Σεπ Μάγερ και από τους σημερινούς τον Μπουφόν και τον Νόιερ”.
Πιτσιρίκος, μάζευα τη μπάλα πίσω από το τέρμα στο γήπεδο Σερρών και παρακολουθούσα σχολαστικά όλους τους τερματοφύλακες.
Ήξερα ότι ήμουν γεννημένος για αυτή τη θέση.
Σε ένα ματς ο Παναιγιάλειος μας είχε βάλει τρία γκολ μέσα στις Σέρρες.
Έβαλα τα κλάματα και στο τέλος πήγα στον Μπέλλα (δεν το ήξερα τότε) και του είπα: “Ήρθατε εδώ για να μας βάλετε τρία γκολ;”.
Αργότερα, την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε του το είπα και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήμουν εγώ εκείνος ο πιτσιρικάς.
Με τον Παναιγιάλειο έπαιξα αντίπαλος αρχές της δεκαετίας του ΄80 στη Β΄ Εθνική, όταν ήμουν στην Προοδευτική.
Είχαμε χάσει 3-1 αν θυμάμαι καλά με φοβερή ατμόσφαιρα στο γήπεδο”.
“Γεννήθηκα σε πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης στα ποτάμια και η μάνα μου δούλευε στα χωράφια.
Έφαγα πολύ ξύλο για τη μπάλα, αλλά τους έλεγα ότι κάποια στιγμή θα αισθάνονται υπερήφανοι για μένα.
Δεν άλλαξα ποτέ τον χαρακτήρα μου και για αυτό πιστεύω με αγαπάει όλος ο κόσμος.
Ακόμη και οπαδοί άλλων ομάδων.
Ο παιδικός μου φίλος ήταν τσιγγάνος και όταν πήγαινα στις Σέρρες αργότερα, συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα.
Ήξερα ότι το σχολίαζαν όλοι αρνητικά.
Κάποτε ήρθε ένας και μου είπε: “Καλά, μεγάλος και τρανός τώρα εσύ, με τον γύφτο κάνεις παρέα ακόμη;” Θύμωσα πολύ και του είπα: “Φυσικά, με τον παιδικό και αδελφικό μου φίλο. Με σένα θα κάνω παρέα;”.
”Μετά τον σοβαρό μου τραυματισμό το ΄79 και την αποχώρησή μου από τον Ολυμπιακό, ήρθε ο Γιάννης Καρράς και με… ανέστησε.
Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος που του χρωστάω πολλά.
Με ήθελε στην Προοδευτική και του είπα, τι να με κάνεις τώρα, εγώ έχω τελειώσει.
“Θα έρθεις και θα παίξεις μόνο με το όνομα” μου είπε.
Μού έδωσε 300χιλ. δραχμές συν τα πριμ.
Με συγκίνησε.
Αλλά επειδή υπάρχει Θεός, λίγους μήνες μετά, κέρδισα 12.000.000 δρχ. στο λαχείο!
63963 ήταν ο τυχερός αριθμός.
Φυσικά χάρισα όλα τα υπόλοιπα χρήματα και μάλιστα έδωσα εγώ πριμ στους συμπαίκτες μου στην Προοδευτική”.