«Την πρώτη φορά που τον συναντήσαμε, όλοι φοβηθήκαμε.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης προπόνησης, στα πρώτα λεπτά, κάναμε ζέσταμα μαζί αλλά κανείς δεν τολμούσε να πει λέξη.
Κανείς.
Τότε ο Μουρίνιο έσπασε τη σιωπή…
«Ε, δεν είμαστε στην εκκλησία! Μπορείς να γελάσεις, μπορείς να μιλήσεις».
Σε εκείνο το σημείο πήραμε έναν αναστεναγμό με ανακούφιση… δεν ήταν «τέρας».
Όχι όπως τον περιέγραφε ο κόσμος.
Ήταν φίλος μας.
Ο Μουρίνιο πάντα χαμογελούσε και αστειευόταν.
Ένας κανονικός άνθρωπος.
Δεν μπορούσες να έχεις πρόβλημα μαζί του, γιατί αν σου έλεγε «θα παίξεις» ή «θα είσαι στον πάγκο», ήταν η αλήθεια.
Δεν ήταν ψεύτικο.
Πολλοί προπονητές σου μιλούν φιλικά, μετά πίσω από την πλάτη σου όμως λένε άλλα…
Όχι όμως εκείνος.
Μαζί του ήξερες πάντα τι συνέβαινε, κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο.
Και ήταν τέλειο για εμάς.
Ήμουν 37 χρονών, δεν χρειαζόταν να παίζω σε κάθε αγώνα, αλλά ήθελα να προπονούμαι κάθε μέρα, να είμαι σε φόρμα για να βοηθήσω την ομάδα και να είμαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.
Αν με χρειάζονταν, ήμουν έτοιμος να παρέμβω.
Έπρεπε να κρατήσω τον εαυτό μου στα καλύτερά μου.
Και αν δεν σε επέλεγε ο Μουρίνιο για να παίξεις, πάλι ήσουν ευτυχισμένος!
Συνήθως, αν δεν παίζεις, απλά πρέπει να τρέξεις πολύ μετά το παιχνίδι.
Αλλά με τον Μουρίνιο μπορούσες να παίξεις παιχνίδια 5 εναντίον 5, 6 εναντίον 6.
Δεν είχατε πολλά διαλείμματα και όλοι έπαιζαν σε υψηλή ένταση, αλλά ήμασταν χαρούμενοι, γιατί… φανταστείτε ότι είστε ένας τύπος που δεν παίζει ποτέ και πρέπει απλώς να τρέχει και να τρέχει στην προπόνηση, θα ήταν τόσο βαρετό.
Με αυτόν, όμως, αυτό δεν έγινε ποτέ βαρετή η προπόνηση».
Μάρκο Ματεράτσι
