Αφιέρωμα στον Πάολο Ρόσι, απο τον Αντρέα Λεντάκη
Ως παιδί, όταν είχα αρχίσει να πρωτοασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, είχε πέσει στα χέρια μου ένα ιταλικό ντοκιμαντέρ – αφιέρωμα στην ιστορία του Μουντιάλ.
Ξεπηδούσαν μπροστά μου άγνωστες ιστορίες και οι πρωταγωνιστές τους.
Δεδομένου ότι η ταινία ήταν περισσότερο προσαρμοσμένη στη σκοπιά του Ιταλού οπαδού, ο πρώτος παίκτης που
συγκράτησα και λάτρεψα ήταν ο Πάολο Ρόσι.
Τα δικά του κατορθώματα με έκαναν ισόβιο οπαδό της “Σκουάντρα Ατζούρα” και με ανάγκασαν να ψάξω τα
πάντα γι’ αυτόν ως ποδοσφαιριστή, σε μια εποχή που καλά καλά δεν ήξερα
τους εν ενεργεία πρωταγωνιστές του αθλήματος.
Στην πρόσφατη είδηση του
θανάτου του, λοιπόν, ένιωσα ένα σφίξιμο, “έφυγε” μαζί του ένα γλυκό και
νοσταλγικό κομμάτι της ζωής μου…
Του “χρωστάω” λοιπόν ένα αφιέρωμα.
Παρότι είναι πρωτίστως γνωστός για την εποποιία που έγραψε στο Μουντιάλ του 1982, ο Ρόσι δεν ήταν ο παίκτης του ενός τουρνουά.
Δεν ήταν
περίπτωση σαν τον Τοτό Σκιλάτσι, που οργίασε στο Παγκόσμιο του 1990 και
πέραν τούτου ήταν παίκτης επιπέδου Serie B.
Ήταν παικταράς που άφησε το
στίγμα του στο ιταλικό ποδόσφαιρο και θα το είχε αφήσει ακόμη εντονότερα
αν δεν ήταν εξαιρετικά άτυχος σε πολλές και καθοριστικές στιγμές της
καριέρας του.
Τον πρωτοπρόσεξε η Γιουβέντους όταν ήταν 16 ετών, αλλά δεν γέμισε
το μάτι αρκετά ώστε να σταθεί στο ρόστερ της, αντιμετώπισε και
σοβαρότατους τραυματισμούς στα γόνατα, κι έτσι ξεκίνησε την περιπέτειά του
ως δανεικός στην Κόμο, το 1975.
Εκεί δεν πρόλαβε να παρουσιάσει κάτι το ιδιαίτερο, παίζοντας ως εξτρέμ.
Καθοριστική στιγμή για την καριέρα του ήταν η απόκτησή του (με καθεστώς συνιδιοκτησίας με τη Γιουβέντους) από τη
Βιτσέντζα, που τότε έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία.
Εκεί πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως σέντερ φορ και έκτοτε δεν άλλαξε θέση.
Παρά την έλλειψη σωματικών προσόντων, ανέπτυξε μια ερωτική σχέση με τα αντίπαλα δίχτυα χάρη στην απίστευτη αντίληψη που τον διέκρινε.
Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της κατηγορίας και οδήγησε την ομάδα του στην
άνοδο στη Serie A, όπου συνέχισε να μεγαλουργεί.
Συνήθως βλέπουμε
τους…παστελωτές των δεύτερων κατηγοριών να δυσκολεύονται από την απότομη αλλαγή επιπέδου, αλλά ο Ρόσι δεν ανήκε σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Με 24 γκολ βγήκε πρώτος σκόρερ και στην πρώτη κατηγορία, όντας ο μοναδικός Ιταλός με αυτό το παράσημο και στις δύο κατηγορίες, βοηθώντας την ομάδα του να βγει δεύτερη, αν και νεοφώτιστη. Μπήκε για τα καλά στο
μάτι των Ιταλών ποδοσφαιρόφιλων, που είδαν ένα λαμπρό αστέρι να γεννιέται την πιο κατάλληλη στιγμή: αμέσως πριν από το Μουντιάλ της Αργεντινής.
Σ’ εκείνο το Παγκόσμιο, η “Σκουάντρα Ατζούρα” του Έντσο Μπέαρτζοτ κατέβηκε ανανεωμένη και με βαρύ χρέος να λυτρώσει το ιταλικό ποδόσφαιρο από μια δύσκολη μεταβατική περίοδο.
Ο χαμένος τελικός του Μουντιάλ 1970 ήταν το “κύκνειο άσμα” μιας σπουδαίας γενιάς και η διάδοχη κατάσταση ήταν,
ως συνήθως, δύσκολη.
Σε εθνικό και διασυλλογικό επίπεδο, η δεκαετία του ’70 ήταν εποχή πισωγυρίσματος για το κάλτσιο.
Όλα αυτά τα “ξέπλυνε” με εμφατικό τρόπο η ολόφρεσκη ομάδα που παρουσίασε ο Μπέαρτζοτ, με μπροστάρη έναν Ρόσι που έμοιαζε έτοιμος από καιρό να πρωταγωνιστήσει σ’αυτό το επίπεδο.
Σκοράροντας τρία γκολ και βγάζοντας τέσσερις ασίστ, ήταν ο ιδανικός επιθετικός μιας πολύ ταλαντούχας ομάδας, καθώς άλλαζε θέσεις με τους παρτενέρ του, Κάουζιο και Μπέτεγκα, και έκανε το σωματικό του μειονέκτημα πλεονέκτημα.
Η Ιταλία ήταν η μόνη ομάδα που κέρδισε τη γηπεδούχο και τελική νικήτρια, Αργεντινή, και αποκλείστηκε στον άτυπο
ημιτελικό της β’ φάσης ομίλων από την μπαρουτοκαπνισμένη Ολλανδία.
Η τέταρτη θέση ήταν προάγγελος της επιτυχίας που θ’ ακολουθούσε, στην οποία ο Ρόσι έμοιαζε προορισμένος να πρωταγωνιστήσει.
Τελικά οι προφητείες βγήκαν αληθινές με τον πιο εμφατικό τρόπο, αλλά ο δρόμος προς την εκπλήρωσή τους δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Μετά το Μουντιάλ, παρά τις καλές εμφανίσεις του Ρόσι και εκείνη τη σεζόν, η Βιτσέντζα υποβιβάστηκε και ο Πάολο δόθηκε δανεικός στην Περούτζια, για να συνεχίσει να αγωνίζεται στην κατηγορία που του άρμοζε.
Και εκεί ήταν αρκετά αποτελεσματικός, συνάντησε και τον Άρη στην ιστορική κόντρα και πρόκρισή του απέναντι στην ιταλική ομάδα, αλλά κάπου εκεί η μοίρα άρχισε να του βάζει…τρικλοποδιές.
Το 1980 ξέσπασε το σκάνδαλο στημένων αγώνων “Totonero”, που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στον ατιμωτικό πρώτο
υποβιβασμό της ιστορίας της Μίλαν.
Θεωρήθηκε ότι ο Ρόσι ήταν μέσα στους εμπλακέντες, αν και μέχρι το θάνατό του συνέχισε να επιμένει ότι ήταν αθώος.
Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πώς ένας άνθρωπος τόσο γνήσιος και με αγνή αγάπη για το άθλημα είχε συμμετοχή σε κάτι τέτοιο, αλλά η ιταλική δικαιοσύνη απεφάνθη διαφορετικά…
Τον τιμώρησε με τρία χρόνια αποκλεισμό από κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα, που αργότερα ευτυχώς μειώθηκαν σε δύο,
ενδεχομένως επειδή η ομοσπονδία γνώριζε ότι αποτελούσε κεφάλαιο για το κάλτσιο και πόνταρε πολλά σ’ αυτόν ενόψει Μουντιάλ. Μιλώντας για εκείνη την περίοδο του αποκλεισμού του, ο Ρόσι αποκάλυψε ότι υπέφερε.
Ένιωθε ότι του έκλεψαν τα πιο παραγωγικά χρόνια της καριέρας του, και δεν είχε κι άδικο…
Έχασε το Euro του 1980 που διοργανώθηκε στην πατρίδα του, ήταν 24 χρονών και με τέσσερις σεζόν εκπληκτικής φόρμας πίσω του και αναγκάστηκε να κοιτά την κλεψύδρα της επιστροφής του.
Πάντως, ακόμη και στην απραξία του υπήρχαν άνθρωποι που τον
πίστευαν.
Η Γιουβέντους τον απέκτησε το 1981, κάνοντας μια επένδυση που
έμοιαζε υψηλού ρίσκου, αλλά αποδείχθηκε ολόσωστη. Λίγο πριν τη λήξη της
σεζόν 1981-1982, η ποινή του έληξε και επέστρεψε στα γήπεδα για λίγα ματς,
έχοντας βέβαια εμφανώς χάσει τη φόρμα του.
Αυτό δεν εμπόδισε τον
Μπέαρτζοτ να τον συμπεριλάβει στην αποστολή για το Μουντιάλ, παρά την
κριτική που του ασκήθηκε γι’ αυτό. Ήταν ο άνθρωπος που τον είχε ψηλότερα
από κάθε άλλον και στο τέλος ανταμείφθηκαν κι οι δύο.
Τον εμπιστευόταν
τόσο που τον έβαλε βασικό στα ματς των ομίλων, παρά την απραξία του.
Εκεί ο Ρόσι απέδωσε όπως όλη η ομάδα: κάκιστα. Εντελώς…ιταλικά, οι
“ατζούρι” έφεραν τρεις ισοπαλίες στα ματς του γκρουπ, σκόραραν δύο γκολ
και προκρίθηκαν μόνο και μόνο επειδή το Καμερούν είχε σκοράρει ένα
λιγότερο.
Ο Ρόσι έμοιαζε άφαντος μέσα στο γήπεδο και πλήθαιναν οι φωνές
κριτικής που απαιτούσαν να πάει στον πάγκο.
Η Ιταλία έπεσε στον “λάκκο
των λεόντων” στη β’ φάση ομίλων που διεξαγόταν τότε, αντί για νοκ άουτ
στους “16” και τους “8”.
Σ’ ένα ιστορικό γκρουπ, μακράν στο κορυφαίο στην ιστορία της διοργάνωσης, αντάμωσε με την πρωταθλήτρια κόσμου και
καθοδηγούμενη από τον Μαραντόνα, Αργεντινή, και με την πιο ελκυστική ομάδα της πρώτης φάσης, τη συναρπαστική Βραζιλία του Ζίκο και του Σόκρατες, που έμοιαζε το απόλυτο φαβορί για την κούπα.
Κι όμως, οι “ατζούρι” παίζοντας άμυνα για σεμινάριο (ο Κλαούντιο Τζεντίλε ήταν από τους ελάχιστους παίκτες που πέτυχαν, έστω και ολίγον τι αθέμιτα, να περιορίσουν τον Ντιέγκο) κέρδισαν την “αλμπισελέστε” με 2-1, μένοντας ζωντανοί στο
παιχνίδι της πρόκρισης.
Ζωντανοί μεν, αλλά με σοβαρό χάντικαπ.
Η “σελεσάο” επικράτησε με 3-1, κάτι που σήμαινε ότι η Ιταλία θα έφτανε στα ημιτελικά μόνο αν την κέρδιζε.
Εκείνο το ματς θα ήταν κι η τελευταία ευκαιρία που έδινε ο Μπέαρτζοτ στον Ρόσι.
Σκεφτείτε σήμερα να έμενε άσφαιρη επί τέσσερα διαδοχικά ματς η βασική επιθετική απειλή μιας μεγάλης εθνικής ομάδας – μόνη εξαίρεση ήταν ο Ολιβιέ Ζιρού στο πρόσφατο Παγκόσμιο, που όμως ελευθέρωνε τους εξίσου ικανούς γκολτζήδες, Γκριζμάν και Εμπαπέ.
Εν πάση περιπτώσει, η αφλογιστία του Ρόσι τελείωσε.
Και τελείωσε με τρόπο που χαράχτηκε στην
ιστορία.
Άνοιξε το σκορ στο 5′ με καρφωτή κεφαλιά, η Βραζιλία ισοφάρισε
γρήγορα με τον Σόκρατες, ο Ρόσι όμως στο 25′ αποκατέστησε την τάξη
κλέβοντας πανέξυπνα την μπάλα και πλασάροντας εύστοχα εκτός περιοχής,
και όταν ο Φαλκάο έκανε το 2-2, ο Πάολο ένιωθε ότι ήταν δική του
υποχρέωση να δώσει στην ομάδα του τη νίκη.
Στο 75′ βρέθηκε σε
πλεονεκτική θέση και μετέτρεψε σε γκολ μία σέντρα – σουτ, ρίχνοντας στο
καναβάτσο μία από τις συναρπαστικότερες ομάδες στην ιστορία του
αθλήματος.
Είχε ξαναθυμηθεί την τέχνη του, του έβγαιναν όλα και δεν
επρόκειτο να τον σταματήσει κανείς.
Έβαλε άλλα δύο στη μεγάλη Πολωνία
εκείνης της εποχής (2-0) και η Ιταλία ήταν στον τελικό με τον αέρα του φαβορί.
Απέναντι στην επίσης σπουδαία Δυτική Γερμανία δε γινόταν να χάσει τον
τίτλο.
Τον είχε “αγκαλιάσει” στη μάχη της Βαρκελώνης με τη Βραζιλία.
Και
στον τελικό όμως χρειάστηκε τη συνδρομή του Ρόσι, που άνοιξε το σκορ με
πανέξυπνη κεφαλιά και μαζί άνοιξε την άμυνα των Γερμανών, που
κατέρρευσαν, με το τελικό 3-1 να δίνει στους “ατζούρι” μια ανέλπιστη αλλά
πανάξια κούπα.
Ανέλπιστη όχι γιατί δεν είχαν μεγάλη ομαάδα, κάθε άλλο,
αλλά γιατί με την εκκίνησή τους στο τουρνουά δεν έδειχναν ικανοί για τίποτα.
Ήταν όμως το ραντεβού του Ρόσι με την ιστορία, ένα μαγικό καλοκαίρι που
τον βρήκε παγκόσμιο πρωταθλητή, πρώτο σκόρερ του Μουντιάλ με 6 γκολ,
καλύτερο παίκτη της διοργάνωσης και εν τέλει παίκτη της χρονιάς.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι πήρε μόνος του τον τίτλο όπως ο Μαραντόνα
τέσσερα χρόνια μετά, θα είναι άδικο για τους Τζοφ, Σιρέα, Τζεντίλε, Καμπρίνι,
Ταρντέλι και Κόντι, αλλά έδωσε το κάτι παραπάνω που ξεμπλόκαρε όλη την
ομάδα όταν ήρθαν τα δύσκολα.
Κι αφού έζησε την απόλυτη δόξα και κέρδισε την αιώνια λατρεία των
Ιταλών, ήρθε η στιγμή να τα πάρει όλα και σε διασυλλογικό επίπεδο.
Σε μια πανίσχυρη Γιουβέντους με κορμό όλους τους προαναφερθέντες διεθνείς πλην
του Κόντι, νεοφερμένο ηγέτη τον χαρισματικό Μισέλ Πλατινί και “κρυφό χαρτί”
τον σταρ της Πολωνίας, Ζίμπι Μπόνιεκ, ο Ρόσι δε χρειαζόταν να κάνει τα
μαγικά του Μουντιάλ.
Αρκούσε να είναι στοιχειωδώς συνεπής σκόρερ και να
συνεργάζεται αρμονικά με τους Πλατινί και Μπόνιεκ, και το έκανε
υποδειγματικά.
Βγήκε πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών του
1982-1983, αποκλείοντας την κάτοχο του τίτλου, Άστον Βίλα.
Μπορεί να
έχασε στον τελικό από το μεγάλο Αμβούργο, αλλά δύο χρόνια μετά θα
ολοκλήρωνε την αποστολή του, έστω και στον αιματοβαμμένο τελικό του
“Χέιζελ”.
Εξίσου διακρίθηκε και στο Καμπιονάτο, σε μια εποχή που ο πρώτος
σκόρερ αναδεικνυόταν με λιγότερα από είκοσι γκολ.
Η ποιότητα ξεχείλιζε βέβαια, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τις αμυντικές γραμμές, ενώ μιλάμε για μια
εποχή που τα γκολ άρχιζαν να στερεύουν γενικότερα: από το 1978 ως το
1987 σε κανέναν τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν μπήκαν πάνω από
δύο γκολ.
Έτσι, τα 8-10 γκολ που σημείωνε κατά κανόνα δεν πρέπει να
θεωρηθούν μικρό κατόρθωμα.
Τα τελευταία χρόνια της καριέρας του (1985-1987) χτυπήθηκε από
τραυματισμούς, βγάζοντας τα προβλήματα που καραδοκούσαν από το
ξεκίνημα.
Έτσι, στη Μίλαν τον θυμούνται μόνο για τα δύο γκολ που σημείωσε
στο ντέρμπι με την Ίντερ, ενώ και στη Βερόνα δεν ήταν πια ο παίκτης του
παρελθόντος.
Σταμάτησε πρόωρα, στα 31 του, έχοντας πάντως ζήσει
πράγματα που άλλοι θα χρειάζονταν δέκα καριέρες για να τα κάνουν.
Η κληρονομιά που άφησε στο κάλτσιο είναι τεράστια.
Το Μουντιάλ που έδωσε στη χώρα του άνοιξε το δρόμο για να αρχίσουν να έρχονται οι
καλύτεροι παίκτες της υφηλίου στο Καμπιονάτο, που ανέβηκε επίπεδο όσο
ποτέ και χάρισε στο άθλημα χρυσές σελίδες για 20-25 χρόνια.
Ήταν μεγάλο το δέλεαρ για παίκτες σαν τον Πλατινί και τον Μαραντόνα να συναγωνιστούν
με τους αποδεδειγμένα καλύτερους, κι ο Ρόσι ήταν ένας από αυτούς.
Αγωνιστικά ήταν ένας σέντερ φορ μπροστά από την εποχή του, που
έκανε καριέρα περισσότερο με το μυαλό.
Σχετικά κοντός και αδύναμος για τη θέση, ανέπτυξε την αντίληψή του για να είναι μισή φάση μπροστά από τον
αμυνόμενο και να εκτελεί γρήγορα, με μια επαφή. Σ’ αυτό θυμίζει αρκετά τον
Πίπο Ιντσάγκι.
Ο “Παμπλίτο” όμως ήταν και πιο τεχνίτης και είχε την ικανότητα να παίξει και πιο περιφερειακά.
Αυτό, πάντως, που θυμούνται όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν ήταν το αληθινό χαμόγελο και η πηγαία
ευγένειά του.
Καλό ταξίδι Πάολο και σ’ ευχαριστώ για όλα.