”Ήξερα πόσο καλός είμαι.
Ήξερα τι αξίζω και τι μπορώ να κάνω στο γήπεδο.
Από μικρό οι φίλοι μου, μου έλεγαν να σουτάρω με λιγότερη δύναμη.
Πάντα σούταρα με όση δύναμη είχα.
Eπαιρνα την μπάλα στο κέντρο και σκεφτόμουν να σουτάρω.
Όταν είχαμε προπόνηση, πάντα ήμουν εκεί, πάντα συνέχιζα να προπονούμαι.
Μετά τα πράγματα άλλαξαν για μένα.
Οι άνθρωποι μιλάνε για τα άσχημα πάντα και ειδικά εμένα όλοι μπορούν να με κρίνουν…
Ενω ξέρουν καλά όλοι, ότι οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές πίνουν.
Ενιωθα χαρούμενος που έπινα κάθε βράδυ.
Επινα ό, τι έβρισκα, κρασί, ουίσκι, βότκα και μπύρα, πολλή μπύρα, δεν ήξερα πως να το κρύψω, θα έπινα το πρωί ακόμα και πριν την προπόνηση και θα έβγαινα στο γήπεδο παρόλο που ήμουν μεθυσμένος.
Μετά πήγαινα για ύπνο στο ιατρείο και έλεγα στον γιατρό ότι υποφέρω από μυϊκό πόνο.
Έπινα συνέχεια και έπρεπε να φύγω από την Ιντερ.
Μόνο εγώ ξέρω πόσο υπέφερα.
Ο θάνατος του πατέρα μου, μου άφησε ένα τεράστιο κενό και τελικά ένιωσα πολύ μόνος.
Έβλεπα τον εαυτό μου, μόνο, λυπημένο και καταθλιπτικό στην Ιταλία, και τότε άρχισα να πίνω.”
Αντριάνο