Εν έτει 1963 ο Λεβ Γιασίν θα κερδίσει την Χρυσή Μπαλα, απο τότε θα είναι ο μοναδικός τερματοφύλακας που έχει καταφέρει κατι τέτοιο.
”Ο Λεβ Γιασίν ήταν σπουδαίο παιδί.
Εξαιρετικά πρόσχαρος, δημιουργούσε καλές σχέσεις με τους γύρω του.
Είχε τεράστιο κύρος.
Στο εξωτερικό, το σοβιετικό ποδόσφαιρο ήταν γνωστό μόνο χάρη στο όνομα Λεβ Γιασίν.
Συναγωνιζόμασταν καλά και ήμαστε καλοί φίλοι.
Ορισμένες φορές μέναμε στο ίδιο δωματιο.
Όμως συνήθως διέμενε στο ίδιο δωματιο με τον Ιγκόρ Νέττο (μεγάλο χαφ, ο οποίος για δέκα χρόνια ήταν αρχηγός της Εθνικής).
Ο ένας ήταν παικτης της «Σπαρτάκ», ο άλλος παίκτης της «Δυναμό» και οι δυο φανατικοί οπαδοί και εκπρόσωποι των ομάδων τους, όμως δεν τσακώνονταν ποτέ.”
Βλαντίμιρ Μασλατσένκο,τερματοφύλακας, συμπαίκτης του Γιασίν και διεθνής με την εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ.
Ο Λεβ Γιασίν, ένας ήρωας του ποδοσφαίρου, τότε που δεν υπήρχε φέισμπουκ και ίνσταγκραμ και οι θαυμαστές, έστελναν γράμματα στους ποδοσφαιριστές.
”Για μένα ήταν ο μόνος τερματοφύλακας που μπορούσε να σκεπάσει το τέρμα.
Με το τεράστιο ανάστημα και τα μακριά χέρια του, φαινόταν να καλύπτει όλη την εστία, μια μαύρη μάζα πάντα διαφαινόταν.
Όταν έμπαινε κάτω από την εστία, στεκόταν εκεί και σε έκανε να αναρωτιέσαι…
Προς τα πού να σουτάρω..??
Ήταν τρομακτικό.
Θα μπορούσες να βάλεις γκολ στον Γιασίν, μόνο από ένα λάθος υπολγισμό στο σουτ.”
Σαντρο Ματσόλα
”Η αράχνη”.
Ο τερματοφύλακας που έφερε επανάσταση στην θέση του πριν από κάθε άλλον.
Ο Γιασίν γεννήθηκε στη Μόσχα σε οικογένεια βιομηχανικών εργατών.
Ήταν μόλις 12 ετών όταν το καλοκαίρι του 1942 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε να δουλεύει ως βοηθός σε εργαστήριο μετάλλου.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά με το Δευτέρο Παγκόσμιο Πόλεμο να έχει ξεσπάσει και η οικογένειά του μετακόμισε στο Ουλιάνοβσκ, 800 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας.
Η πόλη είχε επιλεγεί από το εργοστάσιο πυρομαχικών για την ανακατασκευή του στο οποίο εργάστηκε ο πατέρας του.
Αργότερα και ο ίδιος δούλεψε στην ίδια μονάδα, αρχικά βοηθώντας στην εκφόρτωση βαγονιών.
Το 1944 επέστρεψε στη Μόσχα, αλλά η ρουτίνα του εργοστασίου συνεχίστηκε.
Από την παιδική του ηλικία αγάπησε το ποδόσφαιρο.
Δεν είχε πραγματική μπάλα, έτσι την έφτιαχναν από κουρέλια δεμένα με σχοινιά.
Ξεκίνησε ως τερματοφύλακας χόκεϊ επί πάγου στην ομάδα του εργοστασίου, κερδίζοντας μάλιστα και ένα πρωτάθλημα.
Στα 17 έπρεπε να αντικαταστήσει τον τερματοφύλακα της ομάδας ποδοσφαίρου, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο άθλημα.
Το 1949 προσχώρησε στην ομάδα Ντιναμό Μόσχας που σχετίζεται με το σοβιετικό υπουργείο αστυνομίας και ασφάλειας, στην οποία συνέχισε σε ολόκληρη την καριέρα του.
Αρχικά ήταν αναπληρωματικός και παρέμεινε στον πάγκο για περίπου τέσσερα χρόνια και η απογοήτευση του ήταν μεγάλη σε σημείο που σκόπευε να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο προτιμώντας το χόκεϊ.
Το 1953 ο τραυματισμός του βασικού τερματοφύλακα της ομάδας και της Εθνικής τον έφερε στο προσκήνιο κερδίζοντας 5 πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης και τρία Κύπελλα.
Στο ντεμπούτο του, ένα φιλικό, δέχθηκε ένα γκολ που σημείωσε ο αντίπαλος τερματοφύλακας.
Ήταν κάτι που θα έπρεπε να αποφύγει ακόμη και σε αυτό το πρώιμο στάδιο.
Εμφανίστηκε μόνο σε άλλες δύο περιπτώσεις εκείνη τη σεζόν, και οι δύο στο πρωτάθλημα.
Σταδιακά στη Ντιναμό απέδειξε το εκπληκτικό ταλέντο του και αυτό τον οδήγησε στην Εθνική όπου από εκεί τον έμαθε και ο υπόλοιπος κόσμος.
Το 1962 οι εμφανίσεις του στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ο αποκλεισμός από τη γηπεδούχο Χιλή έτυχαν αρνητικής κριτικής από τους φιλάθλους της πατρίδας του.
Όμως στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης του 1963 δέχθηκε μόνο 7 γκολ σε 27 αγώνες, γεγονός που τον οδήγησε στην κατάκτηση της Χρυσής Μπάλας εκείνη τη χρονιά.
Σε 358 αγώνες πρωταθλήματος δε δέχτηκε γκολ στα 204, ενώ απέκρουσε συνολικά τουλάχιστον 150 πέναλτι.
Ήταν γνωστός για τhν αθλητικότητά του, την άριστη θέση, το υψηλό του ανάστημα, την ανδρεία, την επιβλητική παρουσία του απέναντι στους αντίπαλους και τα ακροβατικά αντανακλαστικά.
Όμως το βασικό του πλεονέκτημα ήταν η ικανότητα να προβλέπει τις ενέργειες του αντιπάλου και να παίρνει τη σωστή θέση εκ των προτέρων στο τέρμα.
Έφερε επανάσταση στη θέση του τερματοφύλακα επιβάλλοντας την εξουσία του σε ολόκληρη την άμυνα.
Με τη φωνητική του παρουσία στον κίνδυνο ενός γκολ, έδινε εντολές στους αμυντικούς του, έβγαινε από τη γραμμή του για να αναχαιτίσει επιτιθέμενους.
Ήταν ο πρώτος τερματοφύλακας που απομακρυνόταν της εστίας του για να βοηθήσει και την ανάπτυξη του παιχνιδιού της ομάδας του, γεγονός που τον ανήγαγε σε πρωτοπόρο και από τους επιδραστικους στην ιστορία του αθλήματος.
Ο Γιασίν συνήθιζε να αγωνίζεται με μαύρη εμφάνιση και μαύρα γάντια και «σκέπαζε» την εστία του με τις τοποθετήσεις και τις αλτικές του ικανότητες, ενώ συνήθιζε να αγωνίζεται με μαύρη εμφάνιση και μαύρα γάντια.
Από αυτά του έδωσαν παρατσούκλια όπως «μαύρη αράχνη», «μαύρο χταπόδι», «μαύρος πάνθηρας».
Για γούρι έπαιρνε μαζί του δύο καπέλα σε κάθε αγώνα και το ένα το άφηνε πίσω από το τέρμα του ενώ το άλλο το φορούσε στο κεφάλι του
Αν και ήταν ιδιαιτέρα αθλητικός όταν ρωτήθηκε για το μυστικό της επιτυχίας του δήλωσε…
«Ένα τσιγάρο για να καλμάρουν τα νεύρα και ένα ποτό για να σφίξουν οι μύες».