«Δούλευα στη βιομηχανία επίπλων, ήμουν ένας τύπος όπως όλοι οι άλλοι.
Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να πάω σχολείο και άρχισα να δουλεύω.
Έπαιζα ποδόσφαιρο το βράδυ, το πάθος μου ήταν πάρα πολύ μεγάλο,γι’ αυτό δεν μπορούσα παρά να συνεχίσω να παίζω.
Δεν πίστευα ότι η Γιούβε με χρειάζεται, αλλά μετά από τέσσερα φιλικά που έπαιξαν εναντίον τους έπεισα τον Τραπατόνι.
Ένα όνειρο.
Στο σημερινό ποδόσφαιρο η ιστορία μου δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί, αλλά στην πραγματικότητα ακόμα και πριν 30 χρόνια ήταν κάποιο θαύμα, όπως ορθώς το όρισαν όλοι.
Τα συναισθήματα που ένιωσα όμως είναι τόσο όμορφα και δυνατά που εύχομαι να μπορούσε να τα νιώσει κάποιος άλλος, αν το αξίζει φυσικά.
Δεν ήμουν ποτέ σπουδαίος παίκτης, αλλά είδα τους κόπους μου και τη δουλειά μου να ανταμοίβονται.
Σήμερα βλέπω μικρή επιθυμία, δεν βλάεπω πείνα στους νέους ανθρώπους.
Το διαδίκτυο τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορείς να τα έχεις όλα αμέσως μόνο και μόνο επειδή με ένα κλικ συνδέεσαι με την άλλη άκρη του κόσμου.
Χρειάζεται όμως να έχεις τη θέληση να ανακαλύψεις κάτι και να αφοσιωθείς σε αυτό.
Τι κάνει τη διαφορά??
Το κεφάλι.
Υπήρχαν άνθρωποι με καλύτερα πόδια από τα δικά μου, αλλά θυσιάστηκα και δούλεψα και αυτό έκανε τη διαφορά, εκτός από τύχη βέβαια.
Εάν έχεις δύναμη θέλησης θα τα πας καλά ανεξάρτητα από το πού πας.
Αποφάσισα να σταματήσω το ποδόσφαιρο, όταν μια ασθένεια ”πήρε” την γυναίκα μου μακριά και έμεινα σπίτι μόνος για να προσέχω τα παιδιά μας.
Η λευχαιμία, μου την πήρε μακριά, η Μπάρμπαρα ήταν σαράντα χρονών, μαζί εχουμε τρία όμορφα παιδιά, την Aριάνα, τον Aλέσιο και την Aουρόρα.
Ζούσαμε σε ένα εξοχικό λόφο στην Φλωρεντία.
Την Μπάρμπαρα την γνώρισα όταν ήμασταν νέοι, είχαμε τους ίδιους φίλους, πηγαίναμε στα ίδια μέρη.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ινβερίγκο, ενώ εκείνη ζούσε δύο βήματα απο μένα, στο Μονγκούτσο.
Δεν ήθελα να διαβάζω.
Βοηθούσα τον μπαμπά, που ήταν ξυλουργός αλλά το όνειρό μου ήταν ένα και μοναδικό…
Το ποδόσφαιρο!
Η Μπάρμπαρα ήταν πολύ ντροπαλή, πάντα στήριζε το πάθος μου, αλλά πάντα πίσω από τις καμέρες.
Καποιες Κυριακές με ακολουθουσε.
Ήξερε ότι ήταν σημαντικό για μένα.
Είχε σαφείς ιδέες, ήθελε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια.
Όταν το 1992 πήγα από το Καρατέζε στην Γιουβέντους, η Μπάρμπαρα ήταν πολύ περήφανη για μένα και μαζί καταλάβαμε ότι η ζωή μας ήταν έτοιμη να πάρει μια διαφορετική πορεία.
Στην πραγματικότητα το 1995, η Μπάρμπαρα και εγώ παντρευτήκαμε και το παραμύθι συνεχίστηκε μέχρι που μια μέρα διαγνώστηκε με αυτό το ανίατο κακό.
Πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις, μέχρι την τελευταία μέρα, την πήγαμε όπου μπορούσαμε.
Μια από τις δύο αδελφές της Μπάρμπαρα, ήταν έτοιμη να δωρίσει τον μυελό των οστών της σε μια ακραία προσπάθεια, η οποία δεν έγινε ποτέ.
Στις 27 Οκτωβρίου 2010 η Μπάρμπαρα έφυγε από κοντά μας και από τότε η ζωή μου δεν είναι πια η ίδια. “
Μορένο Τοριτσέλι