”Ξέρω πώς να ανοίξω το τηλέφωνο και να το απενεργοποιήσω, μετά ξέρω να μιλάω.
Αλλά είμαι από άλλη γενιά.
Τα παιδιά σήμερα γράφουν χωρίς να κοιτάνε. Μου παίρνει τρεις ώρες μέχρι να στείλω ένα μήνυμα.
Τώρα πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτό, αλλά πρέπει επίσης να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι φτάνει πια.
Κυρίως επειδή στερούμαστε επικοινωνίας.
Αν όταν είμαστε μαζί όλοι κοιτούν το τηλέφωνό τους και δεν επικοινωνούμε, είμαστε μούμιες.
Επίσης, δεν χαλαρώνει το μυαλό παίζοντας βιντεοπαιχνίδια, το να διαβάζεις ένα βιβλίο σε χαλαρώνει.
Μετά το παιχνίδι αν πας για χορό απελευθερώνεσαι.
Αν μείνεις σπίτι κολλημένος στα βιντεοπαιχνίδια, δεν ξεκουράζεις το μυαλό σου.
”Καίγεσαι” και εξαντλείται η ενέργεια σου.
Δεν λέω να μην γίνει, αλλά με όρια.
Θα σας πω μια ιστορία για τα τηλέφωνα…
Μόλις είχαν βγει τα τηλέφωνα…
Ο Μπόσκοφ, όπως όλοι οι παλιοί προπονητές, μας κάλεσε όλους το βράδυ, για να δει αν είμαστε ήδη σπίτι.
Ημουν εστιατόριο με τον Κανίγια και γύρισα σπίτι μισή ώρα μετά το προκαθορισμένο.
Με πήρε τηλέφωνο αλλά δεν ήμουν εκεί.
Την επόμενη μέρα, όταν συναντηθήκαμε στο ραντεβού του αγώνα, ο Μπόσκοφ νευρίασε.
Του είπα…
′′ Κύριε. Ήμουν στο εστιατόριο και γύρισα μισή ώρα αργότερα, μην το κάνουμε τραγωδία “.
Μου απάντησε σε υψηλούς τόνους…
′′ Όλοι το κάνετε αυτό! Ο μεγαλύτερος επαγγελματίας εδώ είναι ο Κλαούντιο Κανίγια “.
′′ Πώς στο καλό μπορεί να είναι ο Κανίγια, αφού ήταν στο εστιατόριο μαζί μου?”… σκέφτηκα.
Όταν έφυγε ο προπονητής, ρώτησα τον Κλαούντιο…
′′ Γιατί σε ανέφερε ο Μποσκόφ, γαμημ… αφού τρώγαμε μαζί χθες”.
Ο Κλαούντιο απάντησε:
′′ Του έδωσα τον αριθμό του κινητού “.
Ο Μπόσκοφ βασικά τον πήρε τηλέφωνο και απάντησε λέγοντας ότι δεν έφυγε ποτέ απο το σπίτι “.
Σίνισα Μιχαΐλοβιτς