Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1966 σε μια φτωχογειτονιά του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας.
Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στις αλάνες της γειτονιάς και το 1979 γίνεται μέλος στις Ακαδημίες της Ολαρία, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο.
Το 1981 έγινε μέλος των Ακαδημιών της Βάσκο ντα Γκάμα, ενός από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Βραζιλίας εκείνη την περίοδο.
Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη και μακροχρόνια καριέρα, που θα τον αναδείξει σε έναν από τους μεγαλύτερους σκόρερ όλων των εποχών.
Το 1985 προωθείται στην ομάδα των ανδρών της Βάσκο ντα Γκάμα, όπου το ταλέντο του αρχίζει να λάμπει.
Στην πρώτη θητεία του στην ομάδα κάνει 47 εμφανίσεις και πετυχαίνει 17 γκολ.
Στη Βραζιλία άρχισαν να τον αποκαλούν Baixinho (κοντούλης) λόγω του μικρού μεγέθους του.
Προσελκύει το ενδιαφέρον ομάδων από την Ευρώπη και έτσι το 1988 η Αϊντχόφεν τον οδηγεί να αλλάξει ήπειρο.
Στην Ολλανδία αγωνίστηκε για πέντε χρόνια, πετυχαίνοντας συνολικά 166 γκολ σε 175 εμφανίσεις (127 σε 143 επίσημες εμφανίσεις), βοηθώντας έτσι την ομάδα του να πάρει τρία πρωταθλήματα, ενώ ο ίδιος ήταν τρεις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και δύο του Κυπέλλου.
Ήταν ο πρώτος παίκτης που εισήχθη στο “Hall of Fame” της ομάδας.
Δε διακρινόταν για την ”εργατικότητα” του, η εξωγηπεδική του ζωή ήταν άστατη, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο άγγιζε την μπάλα, η αλλαγή κατεύθυνσης, όλη του η κίνηση ήταν ακανόνιστη.
Οι αντίπαλοι αμυντικοί, ακόμα και οι συμπαίκτες του στην επίθεση, δεν είχαν ιδέα τι θα κάνει, πού θα πάει, σε ποιον χρόνο και με ποια ταχύτητα.
Το 1993 ο Γιόχαν Κρόιφ έχει στην ομάδα μερικούς από τους καλύτερος παίκτες του κόσμου, καθώς η Μπαρτσελόνα είχε στο ράστερ της τους Χρίστο Στόιτσκοφ, Ζοζέπ Γκουαρδιόλα, Μίκαελ Λάουντρουπ, Ρόναλντ Κούμαν και μέσα σε αυτούς προστέθηκε και ο Ρομάριο.
Στην πρώτη χρονιά στην Μπαρτσελόνα πετυχαίνει 30 γκολ σε 33 παιχνίδια πρωταθλήματος αναδεικνυόμενος κορυφαίος σκόρερ και κερδίζει και τον τίτλο του παίκτη της χρονιάς 1994 από τη ΦΙΦΑ.
Όμως στη σημαντικότερη στιγμή με την ομάδα της Βαρκελώνης, τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αυτός και η ομάδα βουλιάζουν στον τελικό της Αθήνας απέναντι στη Μίλαν (0–4).
Τη σεζόν 1995–96 επιστρέφει στη Βραζιλία και τη Φλαμένγκο και σχημάτισε τη λεγόμενη «επίθεση των ονείρων», με τους Σάβιο και Έντμουντο.
Ωστόσο, το τρίο κατέληξε να μη λειτουργεί και από το 1996 έως το 1999 δύο φορές πηγαινοέρχεται από τη Βαλένθια, όπου προβλήματα τραυματισμών δεν του επιτρέπουν μια επιτυχημένη πορεία.
Το 1999 μέχρι το 2002 είναι η δεύτερη θητεία του στη Βάσκο ντα Γκάμα, εκείνη την περίοδο κάνει εξαιρετικές εμφανίσεις και βοηθάει πολύ την ομάδα να εκπληρώσει τους στόχους της, ενώ ο ίδιος είναι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Βραζιλίας το 2000 και το 2001.
Το ημερολογιακό έτος 2000 σημείωσε 72 τέρματα και ήταν πρώτος στον κόσμο και την ίδια χρονιά ψηφίστηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς στη Νότια Αμερική.
Από το 2002 έως το 2004 αγωνίζεται στη Φλουμινένσε με ένα μικρό διάλειμμα τριών μηνών για να πάει στο Κατάρ και την Αλ Σαντ.
Εκείνη την περίοδο κάνει ότι μπορεί για να κληθεί στη Βραζιλία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, όμως το ότι ήταν 36 χρονών ανάγκασε το Σκολάρι να μην τον καλέσει τελικά επικαλούμενος λόγους πειθαρχίας.
Την αγωνιστική περίοδο 2005–06 αγωνίζεται για τρίτη φορά στη Βάσκο ντα Γκάμα και στα 39 του αναδεικνύεται για τρίτη φορά κορυφαίος σκόρερ στη Βραζιλία.
Το 2006 πηγαίνει στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη Μαϊάμι (για 25 εμφανίσεις) και στη συνέχεια στην Αυστραλία και την Άντελαϊντ Γιουνάιτεντ (για 4 εμφανίσεις).
Το 2007 επιστρέφει και αγωνίζεται για άλλη μια φορά στη Βάσκο ντα Γκάμα, σε ηλικία 41 ετών.
Το Δεκέμβριο του 2007 βρίσκεται θετικός σε ντόπινγκ τεστ και στις αρχές του 2008 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.
Κλείνοντας την καριέρα του ήταν δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του πρωταθλήματος Βραζιλίας πρώτης κατηγορίας με 154 γκολ.
Συνολικά για τους συλλόγους που αγωνίστηκε πέτυχε 546 γκολ πρωταθλήματος (σε όλα τα επίπεδα), γεγονός που τον κατατάσσει 7ο σκόρερ όλων των εποχών των εθνικών πρωταθλημάτων.
Σύμφωνα με την IFFHS με 689 τέρματα σε επίσημους αγώνες συλλόγων και στο υψηλότερο επίπεδο διαγωνισμών είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο επίπεδο αυτό.
Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική Βραζιλίας στις 23 Μαΐου του 1987 στο Δουβλίνο απέναντι στην Ιρλανδία.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ το 1988 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο με την ολυμπιακή ομάδα της Βραζιλίας, ενώ ο ίδιος ήταν πρώτος σκόρερ του τουρνουά.
Το 1989 κατέκτησε με τη Βραζιλία το Κόπα Αμέρικα, σημειώνοντας το μοναδικό γκολ του τελικού απέναντι στην Ουρουγουάη.
Πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, σε αυτό του 1990, όπου αγωνίστηκε μόνο για 66 λεπτά στον αγώνα απέναντι στη Σκωτία, και σε αυτό του 1994, όπου ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής Βραζιλίας για την κατάκτηση του τίτλου.
Στη διοργάνωση του 1994 που διεξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκε με τον Μπεμπέτο για να οδηγήσει τη χώρα του στον τέταρτο τίτλο.
Σημείωσε πέντε γκολ στη διοργάνωση, ένα σε κάθε έναν από τους τρεις αγώνες του πρώτου γύρου, εναντίον της Ρωσίας, του Καμερούν και ένα κατά της Σουηδίας, ενώ σημείωσε ένα με αντίπαλο την Ολλανδία στους προημιτελικούς.
Σκόραρε το μοναδικό γκολ του ημιτελικού με αντίπαλο τη Σουηδία.
Παρόλο που δε σκόραρε στην τελικό στο Λος Άντζελες απέναντι στην Ιταλία, σε ένα παιχνίδι που έγινε σε αρκετή ζέστη τελειώνοντας με λευκή ισοπαλία (για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού) πέτυχε το δεύτερο πέναλτι της Βραζιλίας, που έληξε με 3–2 νίκη για την εθνική του ομάδα.
Κέρδισε τη Χρυσή μπάλα του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης και επιλέχθηκε στην καλύτερη ομάδα.
Είναι ο τελευταίος παίκτης που κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα και το Παγκόσμιο Κύπελλο στην ίδια διοργάνωση.
Το 1994 ψηφίστηκε παίκτης της χρονιάς της ΦΙΦΑ.
Με την ανάδειξη του Ρονάλντο συνέθεσαν ένα “φονικό” δίδυμο στην επίθεση της εθνικής που πρωταγωνίστησε “βομβαρδίζοντας” τις άμυνες μέχρι το τέλος του αιώνα και κερδίζοντας το Κόπα Αμέρικα και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών το 1997.
Οι δυο τους σημείωσαν 34 γκολ κατά τη διάρκεια εκείνου του ημερολογιακού έτους.
Το 1998 ήταν τραυματίας και αποκλείστηκε από τις επιλογές του ομοσπονδιακού προπονητή.
Σύμφωνα με τον επίσημο ιστότοπο της Εθνικής Βραζιλίας, έχει 74 επίσημες εμφανίσεις και 56 γκολ, ενώ με την Ολυμπιακή ομάδα 11 συμμετοχές και 15 γκολ.
Το τελευταίο του διεθνές παιχνίδι το έκανε στις 28 Απριλίου 2005 με αντίπαλο τη Γουατεμάλα.
Ένα κίνητρο που έκανε τον Ρομάριο να αγωνίζεται μέχρι τα 41 του χρόνια ήταν για να καταφέρει να πετύχει 1.000 γκολ σε όλη του την καριέρα.
Τελικά, αυτό φαίνεται ότι το κατάφερε στις 20 Μαΐου του 2007 με πέναλτι στον αγώνα Βάσκο Ντα Γκάμα – Σπορτ Ρεσίφε (σκορ: 3–1).
Όμως η επίδοση αυτή δεν αναγνωρίζεται από τη ΦΙΦΑ, καθώς τα 1.000 γκολ φαίνεται να προέρχονται από αμφιλεγόμενα στοιχεία. Σύμφωνα με τη ΦΙΦΑ πέτυχε 929 γκολ σε όλους τους αγώνες και 750 μόνο σε επίσημους.
Το επώνυμο Βραζιλιάνικο περιοδικό Placar αναφέρει ως σύνολο τα 925, ενώ και τα συμπεράσματα άλλων μελετών δείχνουν πάνω από 70 τέρματα να έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια ερασιτεχνικού τμήματος της καριέρας του.
Η RSSSF (Rec. Sport.Soccer Statistics Foundation) αναγνωρίζει 1.002 σε 1.209 παιχνίδια, ενώ σε επίσημους αγώνες έχει 780 τέρματα σε 1.000 συναντήσεις, τοποθετούμενος 7ος σκόρερ στην παγκόσμια ιστορία (κατάλογος ποδοσφαιριστών ανδρών με 500 ή περισσότερα γκολ).
Ο ίδιος ισχυρίζεται:
«Ποτέ δεν έκρυψα ότι αρκετά από τα γκολ που έχω βάλει στην καριέρα μου σημειώθηκαν σε αγώνες φιλανθρωπικού ή φιλικού χαρακτήρα. Δεν είπα ποτέ ότι όλα αυτά τα γκολ αφορούσαν επίσημους αγώνες.
Όμως η αλήθεια είναι ότι τα έχω πετύχει και μπορώ να το αποδείξω.
Δεν είχα τον χρόνο να τα μετρήσω, αυτό είναι δουλειά επαγγελματιών. Αν τα μετρούσα μόνος μου θα τα έβγαζα… 3000».
Το 2014 εισήχθη στη Διεθνή Αίθουσα Φήμης του ποδοσφαίρου στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο στο Μεξικό.