“Κάποτε, στην πρώτη ομάδα, φοβόσουν να μιλήσεις και καθόσουν σε μια γωνία.
Ήταν η δικτατορία των μεγαλύτερων.
Θα έβαζες ένα σκουλαρίκι, θα στο έβγαζαν.
Aν άφηνες μακριά μαλλιά, θα στα έκοβαν.
Τώρα ένας τύπος έρχεται στην προπόνηση με την πρώτη ομάδα και νομίζει ότι το πιο σημαντικό είναι να στέκεται και να βγάζει φωτογραφίες.
Hμουν δεκατεσσάρων χρονών, κατά τη διάρκεια ενός μαθητικου αγώνα, που έπαιζα με την φανέλα της Μπρέσια, αλλά εκείνη τη φορά ήταν σαν να έπαιζε η Μπρέσια εναντίον μου.
” Δώσε μου την μπάλα.”
Φωναζα δυνατά. Όλοι κουφοί.
Κανείς δεν μου έδινε πάσα.
Οι συμπαίκτες μου έπαιζαν χωρίς εμένα.
Ήμουν εκεί, αλλά έκαναν σαν να μην ήμουν εκεί.
Με εβλεπαν σαν λεπρό επειδή ήμουν καλύτερος από αυτούς.
Ημουν στο γηπεδο σαν φάντασμα, ένιωσα νεκρός.
Ήμουν νευρικός, άρχισα να κλαίω.
Στο γήπεδο, χωρίς περιορισμούς μπροστά σε 21 αντιπάλους, έντεκα από την άλλη ομάδα και δέκα απο την δική μου.
Έκλαιγα, ήμουν κάτω, κατάθλιψη κανονικά και ειδικά οταν είσαι έφηβος, είναι κάτι πολύ άσχημο.
Ένας έφηβος υποτίθεται ότι πρέπει να εχει κέφι όταν παίζει, αλλά πολλοί δεν το βλέπαν έτσι.
Αυτή ήταν ακριβώς η στιγμή, που η καριέρα μου, στράφηκε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Υπήρχαν δύο πιθανότητες, η να θυμώσω και να παραιτηθώ ή να θυμώσω και να συνεχίσω.
Συνέχισα με τον δικό μου τρόπο. Τον έξυπνο τρόπο.
Πήγαινα και έπαιρνα την μπάλα απο τα πόδια τους. Μία, δέκα, εκατό φορές, όσες χρειαζόταν…”
Αντρέα Πίρλο