Ο Ανδρέας Μουράτης ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, αρχηγός του Ολυμπιακού και της εθνικής Ελλάδας.
Γεννήθηκε στη Σούδα του Νέου Φαλήρου, γιος του Μάρκου και της Αγγελικής, προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
Εργαζόταν σκληρά από πολύ μικρή ηλικία και μέχρι που βγήκε σε σύνταξη ήταν εργάτης στην ΔΕΗ.
Ο πατέρας του Μάρκος, ήταν ιδρυτής του Πολικού Αστέρα το 1926, ενός ανεξάρτητου συλλόγου του Πειραιά και εκεί άρχισε να βλέπει ποδόσφαιρο ο Ανδρέας Μουράτης.
Η ομάδα όμως διαλύθηκε και το 1936 ο πατέρας του ίδρυσε την ΑΕ Χρωματουργείων, από όπου ξεκίνησε και ο Ανδρέας Μουράτης.
Στην ΑΕ Χρωματουργείων παρέμεινε μέχρι το 1943, όταν μεταπήδησε στην Προοδευτική, με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Το 1945 πήγε στα “τσικό” του Ολυμπιακού όπου ο Τάκης Κτενάς του έβγαλε δελτίο.
Στον Ολυμπιακό αγωνίστηκε μέχρι το 1955, όταν πήγε στον Αργοναύτη, για να σταματήσει το ποδόσφαιρο το 1961.
Από τότε, μέχρι το 2000 που πέθανε, έμεινε κοντά στον Ολυμπιακό, βοηθώντας σε διάφορα πόστα, από προπονητής στα τμήματα υποδομής μέχρι φροντιστής.
Το σπίτι ήταν δίπλα στο Στάδιο Καραΐσκάκη και σήμερα ο δρόμος που περνά μπροστά του έχει το όνομά του.
Στην εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε 16 φορές και πέτυχε ένα γκολ, ενώ υπήρξε και αρχηγός της.
Εγκατέλειψε την Εθνική όταν ως αρχηγός της ζήτησε από την ΕΠΟ καταβολή οδοιπορικών για τους διεθνείς παίκτες.
Η ΕΠΟ τον τιμώρησε με διετή αποκλεισμό αλλά μετά από 10 μήνες ανακάλεσε την απόφασή της.
Η τιμωρία αυτή ήταν και το θέμα της ταινίας “Οι άσσοι του γηπέδου” που γυρίστηκε το 1956 με ηθοποιούς τον Μουράτη και τους άλλους ποδοσφαιριστές της εθνικής που πρωταγωνίστησαν στην υπόθεση.
Επίσης, με την εθνική Ενόπλων κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1962.
Του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “Μιζούρι” (από το αμερικάνικο θωρηκτό που ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά), εξαιτίας της δύναμης που έβγαζε στο παιχνίδι του.
Το παρατσούκλι το απέκτησε σ’έναν αγώνα με τον Εθνικό, όταν κάποιος φίλαθλος τον απεκάλεσε έτσι επειδή τον έβλεπε να αγωνίζεται με δύναμη και πάθος παρότι ήταν τραυματίας.
Η δύναμη, το πάθος και το ατρόμητο του χαρακτήρα του, έκαναν μεγάλη εντύπωση και στους Τούρκους φιλάθλους, οι οποίοι μετά από έναν αγώνα της εθνικής Ελλάδας με αντίπαλο την αντίστοιχη της Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη όπου πέτυχε γκολ από τα 65 μέτρα στον διάσημο Τούρκο γκολκήπερ Τουργκάι, τον αποκάλεσαν “Μουράτ Ασλάν” (“Μουράτης το Λιοντάρι”).