Για να ολοκληρωθεί η Αγιά Σοφιά, αυτό το κολοσσιαίο έργο, δούλεψαν χωρίς σταματημό επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ).
Τα υλικά της κατέφθασαν στην Κωνσταντινούπολη από κάθε γωνιά του κόσμου.
Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο.
Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν ο χρυσός, το ασήμι, το ελεφαντόδοντο και τα πολύτιμα πετράδια για τη διακόσμηση του εσωτερικού της.
Τα εγκαίνιά της έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Λέγεται ότι βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφώνησε:
“Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών.”
Μετά τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ., η ανέγερση ενός ναού αφιερωμένου στη Σοφία του Θεού υπήρξε τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος οικοδόμησης γύρω από το Μέγα Παλάτι.
Η πρώτη Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε το 360 επί της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β΄ και μαζί με το ναό της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε τον κύριο καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας και έδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Εικάζεται ότι επρόκειτο για ξυλόστεγη βασιλική, τρίκλιτη ή πεντάκλιτη.
Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404 και χτίστηκε εξαρχής τα επόμενα χρόνια.
Ο νέος ναός εγκαινιάστηκε το 415 επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ και καταστράφηκε από τους οπαδούς του πατριάρχη επειδή ο Θεοδόσιος είχε μια διαμάχη με τον Πατριάρχη.
Αν και λίγα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ως προς την αρχιτεκτονική αξία του οικοδομήματος, οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως στο εσωτερικό του φυλάσσονταν ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας, από χρυσό ή ασήμι.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προσπάθειες αναπαράστασης του ναού, υποθέτουμε πως είχε εύρος 52 μ. αποτελούμενος από ένα κεντρικό κλίτος και τέσσερις διακριτούς διαδρόμους.
Υπέστη μεγάλη φθορά κατά τη Στάση του Νίκα το 532.
Το κτίσιμο του ναού που διατηρείται έως σήμερα δρομολογήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’.
Ως αρχιτέκτονες του ναού ορίστηκαν οι γεωμέτρες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και Ισίδωρος από τη Μίλητο.
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και τα εγκαίνιά του τελέστηκαν στις 27 Δεκεμβρίου του 537.
Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουστινιανός αναφώνησε «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι.
Νενίκηκά σε, Σολομόν!» θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα.
Τριακόσια και πλέον εκατομμύρια χρυσών δραχμών, κατ΄ αντιστοιχία, είχαν δαπανηθεί για την ανέγερση αυτού του Ναού.
Τα “θυρανοίξια” της Αγιάς Σοφιάς ακολούθησαν διανομές χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων και ορνίθων και χιλιάδων μοδίων σίτου στους φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.
Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.
Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς.
Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα.
Ο ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα.
Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.
Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα την περίοδο 1204-1261, ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Αυτές τις περιόδους η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους.
Επιπλέον, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκαν στο ναό σημαντικές καταστροφές, καθώς ασβεστώθηκαν οι τοιχογραφίες εξαιτίας της ισλαμικής θεώρησης της απεικόνισης του ανθρώπινου σώματος ως βλασφημίας.
Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή διαφόρων τεμενών, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και το Μπλε Τζαμί.
To 1934, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας μετέτρεψε το ισλαμικό τέμενος σε μουσείο. Μέχρι τον Ιούλιο του 2020 συνέχισε να λειτουργεί ως μουσείο, ενώ λάμβαναν χώρα και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Μάλιστα, πραγματοποιούνταν και εκδηλώσεις για τις οποίες θεωρήθηκε από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στον συγκεκριμένο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας.
Οι προσπάθειες της UNESCO για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής με τρούλο.
Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου.
Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί, (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων.
Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του (ο σύγχρονος ιστορικός Προκόπιος λέει: …δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη…).
Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ. πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο.
Συνορεύει Ν με τα Πατριαρχικά κτίρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρισκόταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης.
Στο κτίσιμο της Αγιά Σόφιας εργάστηκαν περίπου 600 άτομα.
Η είσοδος στον κυρίως Ναό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη (στοές θα λέγαμε σήμερα), των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλό.
Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος.
Η περιμετρική βάση φέρει πλήθος στυλιδίων υπό μορφή παραθύρων από τα οποία και ολόκληρος ο Ναός κατακλύζεται από το φως.
Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής.
Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια,τις κόγχες και τους τοίχους προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό, οι δε ακτίνες του Ήλιου που εισέρχονται στο χώρο δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς.
Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεομένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς.
Στη δε κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που φέρουν την επιγραφή “Μεγάλης Εκκλησίας του Κωνσταντίνου”.
Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου φερόταν ο μέγας “ερυσίπτολις σταυρός” (=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.
Μετά τη μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.