Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες και ώρες για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, συζητώντας ακόμη και για τις διαμάχες σχετικά με το γκολ φάντασμα του Χερστ για το 3-2 (αν και η Αγγλία έπαιξε σαφώς καλύτερα από την Δυτική Γερμανία στο γήπεδο). Οι Γερμανοί όμως έχουν κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρονται καθώς αδικήθηκαν. Η πραγματικότητα είναι ότι από όλους όσους αγωνίστηκαν, ο πραγματικός νικητής ήταν ο Μπόμπι Μουρ, ένας άνδρας που δύο χρόνια νωρίτερα είχε διαγνωστεί με καρκίνο στους όρχεις, σε νεαρή ηλικία, μόλις στα 23 του και που είχε ήδη γίνει αρχηγός της εθνικής Αγγλίας. Ο Μπόμπι, ωστόσο, δεν ξέσπασε ποτέ μπροστά στην ασθένειά του, συνέχισε τις θεραπείες του και δεν έκανε ποτέ είδηση για χρόνια για το τι περνούσε μετά τις επεμβάσεις, φορώντας πάντα στο γήπεδο το περιβραχιόνια του αρχηγού τόσο της Γουέστ Χαμ όσο και της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια τριών σεζόν, ο Μπόμπι έπαιξε σε τρεις τελικούς στο Λονδίνο, έναν τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 1964, έναν τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1965 και έναν τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1966, κερδίζοντας και τους τρεις με εκπληκτικές επιδόσεις. Ακόμα και σήμερα, τα παιχνίδια που έκανε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 ο Μπόμπι Μουρ, είναι από τα καλύτερα που έγιναν ποτέ από κεντρικό αμυντικό και ειδικά στον τελικό έπιασε μια αριστουργηματική απόδοση, κλείνοντας τους πάντες και εξαπολύοντας δύο καθοριστικές ασίστ. Το 1966 η Αγγλία ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου για μία και μόνη φορά στην ιστορία της, υπό την ηγεσία ενός από τους μεγαλύτερους αρχηγούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου, του οποίου η ιστορία εξακολουθεί να είναι ανατριχιαστική και σήμερα. Ένας ποδοσφαιρικός ήρωας. Ο Μπόμπι Μουρ