”Ήμουν o Μπόμπο για όλους, o γιος του Ρoμπέρτο Βιέρι.
Δεν θυμάμαι τον πατέρα μου ως παίκτη αλλά έμαθα να τον γνωρίζω μέσα από τις ιστορίες των πρώην συμπαικτών του.
Είπαν ότι ήταν ταλαντούχος, είχε φαντασία, καλά πόδια και τρομερό κεφάλι.
Εν συντομία, σαν άνθρωπος, ήταν ένας πραγματικός τρελός.
Ένας τρελός που εγώ έπρεπε να προσέχω αυτόν και όχι αυτός εμένα.
Στην καριέρα μου όμως, μόνο όσα μου έλεγε αυτός και ο παππούς μου ήταν πάντα σημαντικά, τα λόγια των δημοσιογράφων τα περιφρονούσα.
Τους άκουγα επειδή ήξεραν ποδόσφαιρο.
Πέντε λεπτά γι’ αυτούς ήταν αρκετά για να καταλάβουν αν κάποιος ήταν καλός παίκτης ή όχι, αν είναι σε καλή κατάσταση η δεν έχει ψυχολογία.
Ο μπαμπάς δεν μιλούσε πολύ αλλά έμπαινε κατευθείαν στο θέμα, ποτέ δεν μου χάιδευε τα αυτιά.
Όταν ήμουν στην Ίντερ, αν σκόραρα, τον γύρευα για να γυρίσουμε στο σπίτι μαζί.
Αν γύριζα ηττημένος, η μάνα και η αδερφή μου θα μου έβαζαν τσάι και μπισκότα στο δώματιό μου και θα πήγαιναν πίσω στην κουζίνα κλείνοντας την πόρτα.
Μου εχει μείνει στο μυαλό, ο μπαμπάς μου να μου κάνει παρατηρήσεις…
”-Δεν κάνεις κίνηση…
-Είσαι πολύ λάθος με την μπάλα ανάμεσα στα πόδια σου, διόρθωσε το.
-Σταμάτα να κυκλοφορείς άσκοπα στο γήπεδο, είσαι επιθετικός και πρέπει να βάζεις γκολ.”
Ποτέ δεν δικαιολόγησα τον εαυτό μου, έλεγα στον πατέρα μου και στον παππού μου να μου τα λένε όλα.
Ήταν χαρούμενος και ήρεμος μόνο όταν ήμουν στο σπίτι.
Πάντα μου έλεγε…
«Αν έκανες προπόνηση όλο το χρόνο θα ήσουν ο πιο δυνατός επιθετικός στον κόσμο, θα έσπαγες κάθε ρεκόρ.
Δεν μπορείς να βγαίνεις κάθε μέρα…”
Ο μπαμπάς μου, αμέσως συνειδητοποίησε ότι ζούσα σαν μαλάκ…”
Κριστιάν Βιέρι