«Υπογράφω το συμβόλαιο με την Ίντερ στην Ελβετία, ενώ βρίσκομαι σε προπόνηση με την εθνική ομάδα.
Οι οπαδοί έχουν τρελαθεί, τα εισιτήρια διαρκείας ανεβαίνουν.
‘Eκανα το εντός έδρας ντεμπούτο μου ενάντια στην Βερόνα, 29 Αυγούστου 1999.
Sold out το γήπεδο, ή μάλλον περισσότερο!
Ήταν ήδη γεμάτο μιάμιση ώρα πριν τον αγώνα.
Φτάνουμε στα αποδυτήρια και ο βρυχηθμός του πλήθους είναι εντυπωσιακός, ακούγεται σαν σεισμός.
Το Σαν Σίρο ξέρει πώς να κόβει την ανάσα.
Κάλεσα μια στρατιά φίλων, καθώς και την οικογένεια μου.
Όταν συναντώ τον υπεύθυνο Τύπου, μου λέει…
“Μην ανησυχείς Μπόμπο, όλα είναι εντάξει, ο φάκελος με τα εισιτήρια είναι έτοιμος, μετά θα σου τα στείλω.
Ξέρεις, εδώ πληρώνουν όλοι τα εισιτήρια”.
“Τι;” του απαντώ.
“Έχετε δει αυτούς τους ογδόντα χιλιάδες οπαδούς;
Είναι εδώ για να με δουν.
Δεν πληρώνω τίποτα, δεν πληρώνω για να δω τον εαυτό μου.
Κάνε όπως θέλεις, αλλά θα πας σπίτι αμέσως».
Παίρνω την τσάντα μου και βγαίνω από τα αποδυτήρια.
Βλέπω ότι και ο υπεύθυνος Τύπου ορμάει έξω και μετά από ένα λεπτό επιστρέφει με ένα σφιχτό χαμόγελο.
«Δωρεάν εισιτήρια, κανένα πρόβλημα».
Είμαι φορτωμένος, μάλλον πάρα πολύ.
Δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά αρχής και σεβασμού.
Το ματς είναι θρίαμβος, βάζω τρία γκολ, κερδίζουμε 3-0, το γήπεδο είναι ηφαίστειο, τρελαίνεται για μένα, τραγουδάει το όνομά μου.
Επιστρέφω στα αποδυτήρια και συναντώ τον υπεύθυνο Τύπου και του φωνάζω στα μούτρα: «Είδες πώς έχουν τα πράγματα;
Είδες ποιος είναι ο Βιέρι;».
Ήμουν σίγουρα λίγο νευριασμένος».
Κριστιάν Βιέρι