«Τον έμαθα χάρη σε έναν ταξιτζή από το Μπουένος Άιρες.
Ήταν ο πρώτος που ανέφερε αυτό το όνομα.
Τον ρώτησα…
-Υπάρχουν δυνατοί παίκτες εδώ γύρω;
Παίκτες οι οποίοι θεωρούνται μεγάλα ταλέντα??
Ήταν οπαδός της Μπόκα, αλλά απάντησε…
«Η Αρχεντίνος Τζούνιορς έχει ένα παιδί που είναι φαινόμενο, θα αφήσει εποχή».
Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα!
Εντάξει το προσπέρασα…
”Ξέρεις πόσες φορές μου μίλησαν για φαινόμενα και μετά δεν άξιζαν τίποτα…??”
Χιλιάδες!
Αλλά ακολούθησα την συμβουλή του, οπότε τηλεφώνησα στην Αρχεντίνος Τζούνιορς.
Μου είπαν…
«Να οργανώσουμε έναν αγώνα για να τον δείτε».
Πήγαμε στο γήπεδο, μαζί με δύο Ιταλούς δημοσιογράφους που με ακολουθούσαν παντού, αλλά ο Ντιέγκο δεν ήταν εκεί.
Είχε μείνει στη Βίλα Φιορίτο, μια φαβέλα στο Μπουένος Άιρες, επειδή ήταν θυμωμένος με τον Μενότι που δεν τον είχε καλέσει στην εθνική ομάδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Πήγαμε να τον ψάξουμε, τον βρήκαμε…
Ποτέ δεν έχω δει τόση φτώχεια, όμως έχω δει φαβέλες, ακόμα και αυτές του Ρίο.
Και μετά φαινόταν κάπως έτσι… μικροκαμωνένος, κοντόχοντρος.
Αλλά πού πάμε με αυτόν; Είναι δυνατον?? Αναρωτήθηκα.
Αλλά τον έπεισα να παίξει.
Ήρθε στο γήπεδο και μετά από ένα τέταρτο του παιχνιδιού είπα στον Αλοΐζιο…
-Βγάλτον αλλαγή!
Πάμε κάπου κρυφά.
Φοβήθηκα γιατί ένας από αυτούς τους δημοσιογράφους ήταν φίλος του Λενζίνι, του προέδρου της Λάτσιο και φοβόμουν ότι θα τον προειδοποιούσε για το πόσο δυνατός ήταν.
Υπογράψαμε αμέσως μια επιλογή υπέρ της Νάπολι, μπλόκαρα τον Ντιέγκο για 270 χιλιάδες δολάρια.
Προειδοποίησα τον Φερλαίνο…
«Πάρτον στην Ευρώπη, πάρκαρε τον στην Ελβετία και όταν ανοίξουν ξανά τα σύνορα θα τον πάρουμε μαζί μας».
Δεν μπορούσα να τον πείσω.
Απορρίψαμε την επιλογή.
Έτσι ο Μαραντόνα πήγε στην Μπόκα και μετά στην Μπαρτσελόνα.
Έφτασε στη Νάπολι, με έξι χρόνια καθυστέρηση.
Ο Μαραντόνα δεν με ξέχασε ποτέ, γιατί όποιος έζησε την φτώχεια, την πραγματική φτώχεια, ξέρει τι είναι ευγνωμοσύνη».
Τζιάνι Ντι Μάρτσιο, προπονητής ποδοσφαίρου απο το 1968 εως και το 1992.
Ναπολιτάνος, ο οποίος το 1977 ήταν και προπονήτης της Νάπολι.