Πάντα είναι δύσκολο να γράψεις για τον Ντιέγκο.
Σα να ήταν κάτι πολύ οικείο, προσωπικό, τόσο βαθιά ριζωμένο στην ψυχή, που δεν μπορεις να το μοιραστείς.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ντιέγκο συγκινεί.
Και σήμερα όπως και τότε.
Συγκινεί η ανάμνηση και ο συσχετισμός της ίδιας της μνήμης, με μια εποχή που δεν υπάρχει πια, αλλά αρκεί να κλείσεις τα μάτια σου για μια στιγμή, μόνο μια στιγμή, για να δεις ξανά τα χρώματα, τα πρόσωπα, τις στιγμές της.
Όταν άνοιγες το ραδιόφωνο ήσουν σε έναν άλλο κόσμο, δεν υπήρχε πείνα και δυστυχία τριγύρω, αλλά ποίηση, μαγεία, για να γιατρεύεις την ψυχή σου και να διώχνεις τους φόβους σου, υπήρχε ένα άπειρο παραμύθι.
Οι παππούδες στο Νότο πήγαιναν στο γήπεδο για να δουν το όνειρο της ζωής τους να γίνεται πραγματικότητα, τη Νάπολι Πρωταθλήτρια Ιταλίας.
Το να φανταστείς τη Νάπολι χωρίς τον Ντιέγκο, ήταν αδύνατο.
Ως παιδί, κλεινόσουν στον δικό σου μικρό κόσμο…
Το παράθυρο γινόταν εστία, οι κουρτίνες μεταμορφωνόταν μαγικά σε λευκά δίχτυα και η καρέκλα γινόταν αμυντικός και εσύ ήσουν πάντα αυτός, ο Ντιέγκο.
Ντιέγκο… που όταν η μπλε φανέλα με το 10 έπεφτε στο έδαφος, ένιωθες ένα ρίγος στο σώμα.
Αυτό το είδος της ηθικής υποχρέωσης, είχαν όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι να το μεταδώσουν με οποιονδήποτε τρόπο στα παιδιά τους.
Πάντα θα υπάρχει ο Ντιέγκο για όσους τον πρόλαβαν, αλλά και για όσους δεν τον πρόλαβαν…
Από εκείνη τη μέρα το 1984 άλλαξε η ζωή όλων στην Ιταλία, όλων εκείνων που δυσκολεύονται τρομερά να το κάνουν κατανοητό σ’αυτούς που δεν το έχουν ζήσει.
Για όλους εκείνους που σήμερα, μόνοι, ακούγοντας ένα τραγούδι ή βλέποντας ένα βίντεο, ανά πάσα στιγμή σε οποιαδήποτε ημερομηνία, από σήμερα έως για πάντα, έχουν κλάψει ή θα κλαίνε σκεπτόμενοι τις ζωές τους, τους αγαπημένους τους που έφυγαν από τη ζωή, τις μέρες που περνούσαν, τις ευτυχισμένες μέρες,
Όλοι σκεφτόταν τον Ντιέγκο, ως κάποιο άτομο από την οικογένεια, ένα δικό τους κομμάτι.
Όλοι αυτοί που είδαν τον Μαραντόνα, ξέρουν…