”Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό
γιατί μου ήρθαν βολικά τα πράγματα.
Ούτε κουράστηκα, ούτε το πάλεψα.
Τραγούδησα σε μα συνεστίαση
της δουλειάς του θείου μου
και με άκουσε ο Μπιθικώτσης.
Με φώναξε,
μου είπε να ακολουθήσω
τη δουλειά του τραγουδιστή,
και με έστειλε
στη δισκογραφική εταιρεία
Κολούμπια.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας μού έδωσε τα
τραγούδια για τον πρώτο μου δίσκο
και από αυτόν διαμορφώθηκε
η στάση μου απέναντι σε οτιδήποτε.
Ο Ζαμπέτας μού στάθηκε
σαν πατέρας. Μου είχε πει:
”Μην κάνεις το λάθος
και μιμηθείς κάποιον γιατί
θα είσαι πάντα ο δεύτερος…”
17 χρονών τραγούδησα μαζί του
στο κέντρο ”Ξημερώματα”.
Έπαιρνα 50 δραχμές τη μέρα.
Δε σκεφτόμουν να βρω άλλη δουλειά.
Πριν βγω στην πίστα έχω τρακ.
Δε φεύγει αυτό.
Μια φορά
είχε έρθει ο Μπιθικώτσης να με δει
κι έκατσε στο πρώτο τραπέζι
φάτσα κάρτα.
Τρέμανε τα πόδια μου και ήμουν και
50 χρονών, δεν ήμουν κανένα παιδάκι.
Αλλά εντάξει.
Ήταν ο Μπιθικώτσης!…
Υπάρχουν κάποιοι που λένε
”Δε μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης.”
Δέχομαι να μου πει
”Δε μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης”,
αλλά μη μου πει
”Δεν αξίζει ο Καζαντζίδης.”
Ο Καζαντζίδης αγγίζει το τέλειο.
Τραγούδησε
την ξενιτιά και την προσφυγιά.
Από την άλλη
υπάρχει ο Μπιθικώτσης
που είπε την άμμο της θάλασσας.
Μακάρι
να είχα τη φωνή του Καζαντζίδη
και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση.
Αυτή τη δουλειά την αγαπάω.
Δε μπορώ να πετάω λουλούδια
στον έναν, να μου μιλάει ο άλλος,
να χαιρετάω τα πρώτα τραπέζια,
να αρχίσω τα χειροφιλήματα.
Βγαίνω να τραγουδήσω για όλους.
Αυτό.
Ο τραγουδιστής
είναι το πιο εκφραστικό όργανο
της ορχήστρας,
επειδή
μιλάει και απευθύνεται στον κόσμο.
Αλλά θα πρέπει να υπάρχει το υλικό.
Ό,τι έχει μείνει από τα τραγούδια,
αν το ψάξουμε, είναι τραγούδια
που κάτι ήθελε να πει ο δημιουργός.
Αυτή είναι η βάση.
Εδώ και μερικά χρόνια
δεν υπάρχουν τραγούδια,
γιατί οι δημιουργοί είναι εκείνοι
που σίγασαν.
Τα σημερινά παιδιά είναι δυστυχή
γιατί ψάχνουν με το τσιγκέλι
να βρουν καλά τραγούδια.
Όταν εγώ ξεκίνησα
τα τραγούδια υπήρχαν στο δρόμο.
Μέχρι να παντρευτώ και να κάνω
παιδιά, ήμουν σκορποχώρι.
Τέσσερις το πρωί τελείωνα τη δουλειά
και συνέχιζα στα πρωινά μαγαζιά
μέχρι τις οκτώ.
Ήμουν ο καλύτερος πελάτης.
Δεν υπήρχε σκυλάδικο
που να μην το είχα γυρίσει.
Μου άρεσε να ξενυχτάω.
Να πίνω. Εκεί μέσα μεγάλωσα.
Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα
του θανάτου; Δεν ξέρω.
Δεν κουβέντιασα με τον
εαυτό μου τέτοια πράγματα,
ούτε με απασχόλησαν ποτέ.
Ένα γεγονός της ζωής
είναι και ο θάνατος.
Κάποτε, μοιραία, θα έρθει.
Τι να φοβηθώ; Χορτάτος είμαι.
Αυτό που θέλω να μείνει, είναι
ότι πέρασα από αυτή τη δουλειά
και την έκανα καλά.
Έτσι θέλω να με θυμούνται.
Μου φτάνει.”
Δημήτρης Μητροπάνος
Απόσπασμα από συνέντευξεις
στους Σταύρο Διοσκουρίδη, Κάλλια Καστάνη, Κατερίνα Ζάννη
