” Δεν ήθελα να πάω σπίτι, ήμουν μια χαρά στη Γερμανία.
Ειδικά όταν περάσαμε απο τους ομίλους, οι σκέψεις άρχισαν να φαίνονται καλές.
Ένιωσα κάτι.
Στη συνέχεια, όταν ειδα τον διαιτητή να σφυρίζει και να κουνάει την κόκκινη κάρτα στο πρόσωπο του Ματεράτσι, είπα, Θεέ μου! Ήθελα να ουρλιάξω , αλλά δεν το έκανα.
Θα είχα προσθέσει ένταση στην ομάδα.
Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να ηρεμήσουμε,να προσθέσουμε λίγη εμπειρία.
Μπροστά μου, ήταν ο Φάμπιο Καναβάρο.
Φώναξα…
-Φάμπιο, γαμώτο!”
-Τι είναι Τζίτζι?”
-Δεν θέλω να πάω σπίτι, καταλαβαίνεις; Δεν θέλω να πάω σπίτι!”
– Εντάξει Τζίτζι.”
-Όχι, δεν είναι εντάξει. Σοβαρά μιλάω. Θέλω να μείνω εδώ. Στο σπίτι δεν έχω τίποτα να κάνω, στη θάλασσα μπορώ να πάω και μέσα Ιουλίου.”
-Είπα, εντάξει τζίτζι!”
-Όχι δεν καταλαβαίνεις. Δεν αστειεύομαι. Δεν θα καταλήξει όπως στην Κορέα.
Ο Φάμπιο δεν έδινε σημασία,συνέχιζε .
Είναι αλήθεια, εκεί πίσω μόνος μου, είχα περισσότερο χρόνο από αυτόν. Μου είπε…
-Θα δεις ότι δεν θα συμβεί.
Συνέχισα εγώ…
-Δεν πρέπει να συμβεί, είμαστε Ιταλία. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, Φάμπιο. Φάμπιο…
-Περίμενε Τζίτζι, έχω δουλειά!
Έφευγε, πήγε να σταματήσει τον Βίντουκα.
-Τζίτζι, κάνε μου τη χάρη
-‘Δεν θέλω να πάω πίσω στο σπίτι!”
Δεν το πιστεύω ότι κανείς απ ‘ έξω δεν πρόσεξε τίποτα.
Ήμουν τρελός και μερικές φορές ο Φάμπιο με προσέβαλε…
-Είσαι ηλίθιος! Θα σταματήσεις να μου λες το ίδιο πράγμα;
Ούτε εγώ θέλω να χάσω, γι ‘ αυτό σταμάτα.
Ηταν σε έκσταση.
Είχε το βλέμμα του πολεμιστή, του μαχητή. Και αυτή η έκφραση, τουλάχιστον για λίγο, με έκανε να νιώσω καλύτερα.
-Φάμπιο, υποσχέσου ότι δεν θα τελειώσει εδώ.
-Το υπόσχομαι, αλλά τώρα άσε με να παίξω.
-Θα κερδισουμε??
-Ναι θα κερδίσουμε.”
-Όχι σαν την Κορέα?”
-Οχι.”
-Γαμ.. την Κορέα.”
-ΑΜΗΝ!