Ολόκληρα τα απογεύματα περνούσαν κυνηγώντας ένα όνειρο.
Συναντιόμασταν όπου υπήρχε διαθέσιμο γήπεδο και ριχνόμασταν στην μάχη.
Όποιος έφερνε μαζί του την μπάλα, ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης.
Αποφάσιζε πού θα παίζει και ειδικότερα ποιους θα είχε συμπαίκτες…
Όλοι ήταν αμυντικοι και όλοι ήταν επιθετικοι.
Ολα για ένα γκολ!
Τα τέρματα, δύο πέτρες, η δύο μπουφάν. Αυτή ήταν η λογική αίσθηση της ημέρας για εμάς.
Τα παιχνίδια πάντοτε ξεκινούσαν με ένα δίλημμα.
“ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ ΤΕΡΜΑ” ??
Δεν μιλουσε κανεις, τελείωνε η κουβέντα πάντα ετσι:
“Εντάξει,θα κατσω εγω και σε κάθε δύο γκολ αλλαζουμε.”
Μερικές φορές, ακουγόταν κάτι κουβέντες όπως…
«Σήμερα δεν μπορώ να ιδρώσω. Έχει κρύο !!!”
Εκείνη τη στιγμή, βλέπαμε αυτόν τον άνθρωπο ως θεότητα, καθώς τον βάζαμε απευθείας στο τέρμα.
Το παιχνίδι διαρκούσε περίπου τρεις με τέσσερις ώρες.
Τα σκορ ήταν συχνά κάτι ανάμεσα σε πόλο και τένις, πολλές φορές λέγαμε το σκορ στην τύχη.
Προς το τέλος, όταν το σκοτάδι άρχιζε να πέφτει, μια φωνή ακουγόταν από το πουθενά:
“ΠΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΡΕ!??”.
Μια ομάδα μπορεί να κέρδιζε και με 20 γκολ διαφορά αλλά για την περηφάνεια δεν τα παρατούσε κανείς, λέγοντας:
“ Θα παίξουμε μέχρι τέλους”.
Γιατί την επόμενη μέρα θα υπήρχε εκδίκηση.
Ηταν ολοι ευτυχισμένοι, δεν υπήρχαν προβλήματα, γυρνούσαμε σπίτι και σκεφτόμασταν και πάλι το παιχνίδι.
Για όλους εκείνους που έχουν περάσει την παιδική τους ηλικία με αυτόν τον τρόπο.
Για όλους εκείνους που εχουν κυνηγήσει ένα όνειρο που ονομάζεται ποδόσφαιρο!