«Θυμάμαι πολύ καλά το πάρτι στο Circus Maximus.
Θυμάμαι τους οαπδούς να θυμώνουν επειδή δεν ανέβηκα στη σκηνή.
Με τον Marco Delvecchio πηγαίναμε με μηχανάκια με δύο περούκες στο κεφάλι και μπερδεύαμε τον κόσμο έτσι.
Κανείς δεν μας αναγνώρισε.
Ήμασταν ακριβώς κάτω από τη σκηνή και διασκεδάσαμε πολύ.
Πιστέψτε με, η χαρά να βλέπω όλους αυτούς τους ανθρώπους τόσο χαρούμενους ήταν ανυπολόγιστη.
Μπορείς να κερδίσεις σε πολλά μέρη, μιλάω για ποδόσφαιρο, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν απίστευτο να βλέπεις κόσμο να τρελαίνεται, χωρίς περιστροφές.
Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να πανηγυρίσουν, χρειάζονταν χαρά.
Ακόμα και η μάταιη, ανεξήγητη και ανεξέλεγκτη χαρά που μπορεί να σου δώσει μια νίκη που πέτυχαν άλλοι στο γήπεδο.
Από τους άλλους γίνεσαι ο εαυτός σου.
Ήταν ένα όμορφο πράγμα.
Δεν κράτησε μόνο εκείνο το βράδυ, κράτησε ένα μήνα, η πόλη ήταν σε αναστάτωση, ο ουρανός φαινόταν κιτρινοκόκκινος.
Πέρα από την προσωπική ικανοποίηση της νίκης, η κύρια και θεμελιώδης ευχαρίστηση είναι να σκέφτεσαι ότι όλη αυτή η χαρά, όλων αυτών των ανθρώπων, είναι επίσης χάρη σε σένα. Από τη σκληρή δουλειά σου, το ταλέντο σου, την δουλειά σου.
Η Ρώμη μου φέρθηκε πολύ καλά, μάλιστα επιστρέφω κάθε τόσο και χαιρετώ με χαρά τους φίλους μου.
Γνώρισα σπουδαίους παίκτες όπως ο Φραντσέσκο Τότι, που αναδυόταν.
Έπαιζε τέσσερα ή πέντε χρόνια στο κορυφαίο επίπεδο, αλλά δεν ήταν ακόμα ο Τόττι που γνώριζε και αγαπούσε ο κόσμος.
Μετά Ντι Φραντσέσκο, Πανούτσι, Καντελα, Αλντάιρ, Σάμουελ, Μοντέλα, Ντελβέκιο, Έμερσον, Τομάσι…
Τρομερές αναμνήσεις».
Γκαμπριέλ Μπατιστούτα
