"Έχασα τον πατέρα μου στα εννιά μου χρόνια και τη μητέρα μου στα δεκαέξι. Όταν έφτασα στη Σαρδηνία, τσαντιζόμουν με τη ζωή, φαινόταν ότι η μοίρα ήταν θυμωμένη μαζί μου. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος λάτρης των σπορ, τον θυμάμαι να κουβεντιάζει στην πλατεία κάνοντας ποδήλατο, θυμάμαι και τις θυσίες της μητέρας μου για να με μεγαλώσει. Πέρασα τρία χρόνια στο οικοτροφείο, μας τάιζαν αηδιαστικά πράγματα και μου στέρησαν την ελευθερία μου. Δεν ήθελα να πάω στην Κάλιαρι, είπα στον πρόεδρο (Caccia, del Legnano) ότι θα προτιμούσα να μείνω έξω για ένα χρόνο, πείσμωσα. Τότε η αδερφή μου η Φάουστα, μια δεύτερη μητέρα για μένα, με έπεισε να σκεφτώ και αποφάσισα να δω πώς ήταν η Σαρδηνία για λίγες μέρες. Η ιδέα να πάω από το σημείο Γ στο Β με έπεισε να αποδεχτώ. Όσο περνούσαν τα χρόνια συνειδητοποίησα πόσο αγαπούσα και πόσο με αγάπησαν στην Σαρδηνία πηγαίνοντας μέσα στα σπίτια των βοσκών της περιοχής. Πηγα σε μια μικρή πόλη, στην Σεούι, στην επαρχία Νουόρο. Εκει μεσα σ’ένα σπίτι παρατήρησα μια φωτογραφία μου, ανάμεσα σε οικογενειακές φωτογραφίες. Ο φίλος που με συνόδευε ζήτησε την φωτογραφία μου και η γυναίκα του σπιτιού, χωρίς να με αναγνωρίσει, είπε… “Αυτος ειναι ο Τζίτζι Ρίβα, καλός ποδοσφαιριστής και καλός άνθρωπος, είναι το καμάρι της περιοχής μας.” Έχω ζήσει ένα ποδόσφαιρο όπου οι αμυντικοί τραβούσαν μια γραμμή κοντά στο κουτί τους και έλεγαν "αν το προσπεράσεις θα σε συντρίψω". Αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα, ούτε που δεν έπαιξα σε άλλους συλλόγους.'' Τζίτζι Ρίβα