Το ποδόσφαιρο στην πόλη του Τορίνο έφτασε τα τέλη του 19ου αιώνα, από Άγγλους και Ελβετούς κατασκευαστές.
Το 1887 είχαν ιδρυθεί οι ομάδες «Torino Football and Cricket Club» και «Nobili Torino», που ανάμεσα σε άλλα αγωνίσματα ασχολούνταν και με το ποδόσφαιρο, το 1891 ιδρύθηκε από ένωση των δύο αυτών η «Internazionale Torino», και λίγο αργότερα, το 1894, δημιουργήθηκε και η «Football Club Torinese» και το 1897 η Γιουβέντους.
Η Τορίνο ιδρύθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1906.
Το πρώτο της όνομα ήταν «Foot Ball Club Torino».
Η ίδρυσή της έγινε έπειτα από μία συνάντηση στην μπυραρία «Voigt», στην οδό «Peter Micca» στο Τορίνο.
Στην ίδρυσή της πήραν μέρος μερικοί παίκτες από τη Γιουβέντους υπό τον πρώην πρόεδρο της, τον Ελβετό Αλφρέντο Ντικ (Alfredo Dick). Αυτοί είχαν αποχωρήσει από τη Γιουβέντους, που εκείνη τη χρονιά είχε φτάσει μέχρι τον τελικό του πρωταθλήματος.
Η Γιουβέντους, που την προηγούμενη χρονιά είχε κατακτήσει το πρώτο της πρωτάθλημα, είχε φτάσει μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης με αντίπαλό την Μίλαν. Η απόφαση όμως να μην γίνει ο αγώνας των πλέι-οφ στο Τορίνο αλλά σε ουδέτερο γήπεδο, οδήγησε τους παίκτες της Γιουβέντους σε διαμαρτυρία.
Τελικά ο Ντικ αποφάσισε να φύγει από την ομάδα παίρνοντας μαζί του κάποιους από τους ξένους παίκτες της.
Ανάμεσα στους ιδρυτές της ήταν ο Ελβετός επιχειρηματίας Hans Schoenbrod (που έγινε και ο πρώτος της πρόεδρος).
Το πρώτο της γήπεδο ήταν το «Velodromo Umberto I», στη γειτονιά «La Crocetta», το οποίο είχε μισθώσει ο Ντικ.
Η Τορίνο απέκτησε τους παίκτες της κυρίως από την Τορινέσε (η οποία προέκυψε από την απορρόφηση της Ιντερνασιονάλ Τορίνο από την FBC Torino το 1900).
Το γεγονός αυτό οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση της δεύτερης, ενώ πια στην πόλη έμειναν μόνο η Τορίνο Φ.Κ. και η Γιουβέντους, από την οποία η Τορίνο προερχόταν εν μέρει. Το ντέρμπι μεταξύ τους ονομάστηκε «Derby della Mole».
Λόγω της προέλευσης του μεγαλύτερου μέρους των παικτών της από την Τορινέσε, που με τη σειρά η ιστορία της, μέσω της Ιντερνασιονάλε Τορίνο φτάνει στην Torino Football and Cricket Club και τη Nobili Torino, η Τορίνο κάποιες φορές αναφέρεται και ως η παλαιότερη ομάδα της Ιταλίας.
Το πρώτο επίσημο παιχνίδι της ομάδας δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1906 ενάντια στη Προ Βερτσέλλι (Pro Vercelli). Η Τορίνο νίκησε 3-1.
Το πρώτο τοπικό ντέρμπυ ήρθε το 1907, στις 13 Ιανουαρίου. Η Τορίνο επικράτησε της Γιουβέντους με 2-1 στο γήπεδό της, ενώ το ίδιο επαναλήφθηκε έναν μήνα μετά, όταν επικράτησε με 4-1 και απέκλεισε τη Γιουβέντους από τη συνέχεια του πρωταθλήματος.
Την χρονιά εκείνη η Τορίνο τερμάτισε δεύτερη πίσω από τη Μίλαν. (Η πρώτη νίκη για την Γιουβέντους απέναντι στην Τορίνο ήρθε το 1909, όταν νίκησε στο δεύτερο παιχνίδι του προκριματικού γύρου με 3-1 και την απέκλεισε από τη συνέχεια του πρωταθλήματος).
Το 1908 έλαβε μέρος στους πρώτους διεθνής αγώνες στον κόσμο, που διοργάνωσε το περιοδικό La Stampa Sportiva, το τουρνουά «Torneo Internazionale Stampa Sportiva», που διοργανώθηκε στο Τορίνο. Κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό, όπου έχασε από την ελβετική Σερβέτ, με σκορ 3-1.
Την επόμενη χρονιά μια μεικτή ομάδα από παίκτες της Τορίνο και της Γιουβέντους πήραν μέρος στη διοργάνωση «Sir Thomas Lipton Trophy», που αντικατέστησε την προηγούμενη, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν στον τελικό.
Τον Οκτώβριο του 1926 η Τορίνο μετακόμισε στο στάδιο «Φιλαντέλφια».
Το πρώτο πρωτάθλημα για την Τορίνο ήρθε την περίοδο 1927-1928. Είχε προηγηθεί μια χρονιά όπου η Τορίνο κατάφερε να τερματίσει πρώτη, αλλά το πρωτάθλημα (το οποίο ήταν και το πρώτο εθνικό) δεν απονεμήθηκε σε καμία ομάδα.
Ο λόγος ήταν το παιχνίδι της Τορίνο ενάντια στη Γιουβέντους, όπου η Τορίνο κέρδισε με 2-1 (5 Ιουνίου 1927). Στον αγώνα αυτό ένα μέλος της διοίκησης της Τορίνο φερόταν πως είχε χρηματίσει την ομάδα της Γιουβέντους.
Το 1936 θα αλλάξει το όνομά της σε «Associazione Calcio Torino», ύστερα από αποφάσεις του φασιστικού κράτους που διοικούσε τότε την Ιταλία. Την ίδια χρονιά θα κατακτήσει και το πρώτο της κύπελλο Ιταλίας.
Η «Μεγάλη Τορίνο» (Grande Torino) είναι το όνομα που έδωσαν οι Ιταλοί στη θρυλική ομάδα της δεκαετίας του ’40.
Η ομάδα πέτυχε τόσα πολλά ρεκόρ στην Ιταλία που μερικά διατηρούνται ως τις μέρες μας.
Ήταν η πρώτη ομάδα που αγωνίστηκε με το σύστημα 4-4-2 δέκα χρόνια πριν το κάνει η Εθνική Βραζιλίας στο παγκόσμιο κύπελλο του 1958 και 35 χρόνια πριν το total football των Ολλανδών.
Η ομάδα ήταν τόσο σπουδαία που 8-9 παίκτες της ήταν και βασικοί στην εθνική ομάδα της Ιταλίας.
Στις 4 Μαΐου 1949 η μεγάλη Τορίνο είχε εξασφαλίσει τον πέμπτο συνεχόμενο τίτλο πρωταθλήματος στην Ιταλία και επέστρεφε από ένα φιλικό που είχε δώσει με την Μπενφίκα στη Λισαβόνα.
Το αεροπλάνο όμως που επέβαινε η ομάδα κατέπεσε λόγω κακών καιρικών συνθηκών με αποτέλεσμα τον θάνατο όλων των επιβαινόντων παικτών και προπονητών της μεγάλης ομάδας.
Η ομάδα παραμένει ακόμα αγαπητή στις καρδιές των αγνών Ιταλών ποδοσφαιρόφιλων, μια και βοήθησε στην ανάκτηση της χαμένης τους περηφάνιας μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Το καλοκαίρι του 1939 πρόεδρος της ομάδας ανέλαβε ο Φερούτσο Νόβο (Ferruccio Novo).
Ακολουθώντας τις υποδείξεις του Βιττόριο Πότσο, αποφάσισε να εφαρμόσει στην ομάδα το αγγλικό σύστημα διοίκησης.
Στο προσωπικό της ομάδας τοποθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι πρώην ποδοσφαιριστές της ομάδας Αντόνιο Τζιάνι και Μάριο Σπερόνι. Στον Ρικάρντο Αγκνισέτα δόθηκε ο ρόλος του γενικού διευθυντή, ο Άγγλος Λέσλι Λίβσλι έγινε προπονητής ακαδημιών, ενώ η τεχνική καθοδήγηση δόθηκε στον Ερνστ Έρμπσταϊν.
Ο πρώτος μεγάλος παίκτης που αποκτήθηκε ήταν ο Φράνκο Οσσόλα, από τη Βαρέζε.
Το ντεμπούτο του έγινε στις 4 Φεβρουαρίου 1940.
Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία μπήκε στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ο Μπενίτο Μουσολίνι αποφάσισε να συνεχιστεί κανονικά το πρωτάθλημα, καθώς πίστευε πως ο πόλεμος θα ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Την περίοδο 1940-41, παρά το ταλέντο του Οσσόλα που πέτυχε 14 γκολ σε 22 αγώνες, η ομάδα στο σύνολό της δεν άλλαξε πρόσωπο. Τερμάτισε 7η με 30 βαθμούς, 9 πίσω από την πρώτη Μπολόνια.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την επόμενη χρονιά, η Τορίνο απέκτησε τους Πιέρο Φερράρις (Ferraris ΙΙ), Ρομέο Μέντι, Αλφρέντο Μποντόιρα, Φελίτσε Μπορέλ και Γκουλιέλμο Γκαμπέτο.
Ο Μπορέλ, ο Τζιανσίτο Ελλένα και ο Ρομπέρτο Κοπέρνικο πρότειναν η ομάδα να ακολουθήσει το «σύστημα» ή αλλιώς «WM» που είχε εισαγάγει ο Χέρμπερτ Τσάπμαν στην Άρσεναλ (ένα σύστημα 3-2-2-3, που εκμεταλλευόταν καλύτερα τους τότε κανόνες για το οφσάιντ).
Νέος προπονητής της ομάδας ανέλαβε ο Ούγγρος Αντρέας Κούτικ. Την περίοδο εκείνη (1940-41) η Τορίνο τερμάτισε δεύτερη πίσω από τη Ρόμα.
Το καλοκαίρι του 1942 ήλθαν στην ομάδα ο Βαλεντίνο Ματσόλα και ο Έτσιο Λόικ από τη Βενέτσια.
Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη πραγματικά μεγάλη ομάδα της Τορίνο, που κατέκτησε και το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά (1942-43).
Το 1943 η Τορίνο τερμάτισε πρώτη, έναν βαθμό μπροστά από την έκπληξη εκείνης της χρονιάς, Λιβόρνο (44 έναντι 43).
Στο πρωτάθλημα των 16 ομάδων της σεζόν εκείνης δέχτηκε μόνο 9 γκολ, ενώ εκτός έδρας σε 16 παιχνίδια έκανε 15 νίκες. Την ίδια χρονιά κατέκτησε και το κύπελλο Ιταλίας νικώντας με 4-0 την Βενέτσια στο Μιλάνο.
Το 1944 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στην Ιταλία και στη χώρα γίνονταν μάχες, με τη «Γοτθική Γραμμή» να την χωρίζει στα δύο και τη φασιστική κυβέρνηση να έχει πέσει.
Η Ομοσπονδία πάντως όρισε να διεξαχθούν αγώνες, αν και οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες έπειτα από τους βομβαρδισμούς.
Για να αποφύγουν τις κλήσεις των ποδοσφαιριστών των ομάδων στο στρατό, δόθηκαν βεβαιώσεις πως εργάζονταν στις βιομηχανίες της χώρας που ήταν σημαντικές για αυτόν.
Έτσι οι παίκτες της Τορίνο δηλώθηκαν ως εργάτες του εργοστασίου της FIAT (της οικογένειας Ανιέλι, μετέπειτα ιδιοκτητών της Γιουβέντους), ενώ οι παίκτες της Γιουβέντους πήγαν στην Άλμπα, για το εργοστάσιο της Cisitalia του τότε προέδρου της ομάδας τους Πιέρο Ντούσιο.
Στην ομάδα ήρθαν από τη Φιορεντίνα ο τερματοφύλακας Γκριφάντι και ο Σίλβιο Πιόλα από τη Λάτσιο.
Το πρωτάθλημα αυτό διεξήχθη στη βόρια Ιταλία, χωρισμένο σε ομίλους ανά περιοχή, με την Τορίνο (στην περιοχή Πεδεμοντίου-Λιγουρίας) να είναι πολύ δυνατή και να πετυχαίνει μεγάλες σε έκταση νίκες ενάντια στις αντιπάλους της και να φτάνει στην τελική φάση στο Μιλάνο με αντιπάλους τις Σπέτσια και Βενέτσια.
Τελικά το ανεπίσημο εκείνο πρωτάθλημα κατέληξε στη Σπέτσια, η οποία αγωνίστηκε όχι με τους κανονικούς της παίκτες, αλλά με μια ομάδα πυροσβεστών.
Το 2002 η FIGC αναγνώρισε τιμητικά το πρωτάθλημα ως «διακοσμητικό» για την ομάδα της Σπέτσια.
Την περίοδο 1944-45 δεν διεξήχθη πρωτάθλημα. Το 1945, το τέλος του πολέμου βρήκε την Ιταλία χωρισμένη στα δύο, αφού οι μάχες στη «Γοτθική Γραμμή» είχαν καταστρέψει τις μεταφορές.
Η ομοσπονδία αποφάσίσε το πρωτάθλημα της περιόδου 1945-46 στον μεν βορρά να γίνει με ομάδες που το 1943 συμμετείχαν στη Σέριε Α, στον δε νότο να συμμετέχουν εκτός από ομάδες της Σέριε Α και ομάδες από τη Σέριε Β.
Η Τορίνο κατέκτησε αυτό το ιδιόμορφο πρωτάθλημα με την βοήθεια και των νέων της παικτών Βαλέριο Μπατσιγκαλούπο από τη Τζένοα, Άλντο Μπαλλαρίν από την Τριεστίνα, Βιργκίλιο Μαρόζο από την Αλεσσάντρια, Μάριο Ριγκαμόντι από τη Μπρέσια και Εουσέμπιο Καστελιάνο από τη Σπέτσια.
Προπονητής της ήταν ο πρώην παίκτης της Λουίτζι Φερρέρο. Στην έδρα της κατάφερε να μην χάσει ούτε παιχνίδι, ενώ στους τελικούς της διοργάνωσης πέτυχε την ως τότε μεγαλύτερη εκτός έδρας νίκη στην ιστορία του ιταλικού πρωταθλήματος, νικώντας τη Ρόμα με 7-0 στην τελική φάση (28 Απριλίου 1946).
Το 1946 επέστρεψε στην ομάδα ο Μέντι, ενώ ενισχύθηκε και με τους Ντανίλο Μαρτέλλι, Φρανσέσκο Ροσσέτα, Ντάντε Πιάνι και Γκουίντο Τιέγκι.
Το πρωτάθλημα της περιόδου 1946-47, που έγινε πλέον σε έναν όμιλο (των 20 ομάδων), κατέκτησε ξανά η Τορίνο, που παρέμεινε για άλλη μια χρονιά αήττητη στην έδρα της, ενώ ανάμεσα στα παιχνίδια της εκείνη τη σεζόν ξεχώρισαν οι νίκες της επί της Φιορεντίνα με 7-2 και επί των Τζένοα και Βιτσέντζα με 6-0. Την χρονιά εκείνη έχασε μόνο 3 φορές εκτός έδρας.
Την περίοδο 1947-48 στην Τορίνο προπονητής ανέλαβε ο Μάριο Σπερόνε.
Η ομάδα κατέκτησε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα, χωρίς να χάσει αγώνα στην έδρα της, με 19 νίκες σε 20 αγώνες. Από τις νίκες της ξεχωρίζει το 10-0 ενάντια στην Αλεσσάντρια.
Τερμάτισε το πρωτάθλημα με 65 βαθμούς, ρεκόρ περισσότερων βαθμών για τα πρωταθλήματα στην Ιταλία πριν την εισαγωγή του συστήματος των 3 βαθμών για τη νίκη, έχοντας σημειώσει 29 νίκες σε 40 αγώνες. Τελείωσε το πρωτάθλημα σημειώνοντας το αριθμό-ρεκόρ των 125 γκολ σε μία σεζόν (μέσος όρος 3,125 ανά αγώνα), ενώ δέχτηκε μόνο 33.
Την ίδια περίοδο η εθνική ομάδα της Ιταλίας, στην οποία προπονητής ήταν ο Βιττόριο Πότσο βασιζόταν στην Τορίνο.
Σε αγώνα στις 11 Μαΐου του 1947, όπου η Ιταλία επιβλήθηκε με 3-2 της Ουγγαρίας, η αρχική ενδεκάδα της Ιταλίας αποτελούνταν από δέκα παίκτες της Τορίνο και τον πορτιέρο της Γιουβέντους Σεντιμέντι, καθώς ο Πότσο αποφάσισε να μην ξεκινήσει ο βασικός τερματοφύλακας Βαλέριο Μπατσιγκαλούπο της Τορίνο.
Την περίοδο 1948-49 προπονητής της ομάδας ανέλαβε ο Άγγλος Λέσλι Λίβσλι, ενώ τεχνικός διευθυντής ορίστηκε ο Ερνστ Έρμπσταϊν.
Ανάμεσα στους παίκτες που ήρθαν στην ομάδα ήταν ο Τζούλιο Σούμπερτ, ο Πιέρο Οπέρτο και ο Ρούμπενς Φαντίνι. Τερμάτισε για μια ακόμα φορά στην πρώτη θέση, με 60 βαθμούς.
Τέσσερις αγωνιστικές πριν από το τέλος εκείνου του πρωταθλήματος συνέβη η τραγωδία στη Σουπέργκα.
Τον Μάιο του 1949 η Τορίνο μετέβη στην Πορτογαλία για ένα φιλικό παιχνίδι με τη Μπενφίκα, για να τιμηθεί, αλλά και να ενισχυθεί οικονομικά ο Πορτογάλος μέσος και αρχηγός της Μπενφίκα Φρανθίσκο “Τσίκο” Φερέιρα, που προτίθετο να σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Ο Φερέιρα ήταν προσωπικός φίλος του Βαλεντίνο Ματσόλα, ο οποίος μεσολάβησε στον πρόεδρο της Τορίνο Φερούτσιο Νόβο για το παιχνίδι. Η Τορίνο ζήτησε και πέτυχε από την Ιταλική Ομοσπονδία την μετάθεση του αγώνα με την Ίντερ μερικές μέρες νωρίτερα, στις 30 Απριλίου.
Έτσι στις 3 Μαΐου η διάσημη “Γκράντε Τορίνο” βρέθηκε στη Λισαβόνα για το παιχνίδι με τη Μπενφίκα, το οποίο τελείωσε με σκορ 4-3 υπέρ των Πορτογάλων.
Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν από τη Λισαβόνα για να επιστρέψουν στην Ιταλία, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποίησαν μια στάση ανεφοδιασμού στη Βαρκελώνη. Οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές και η ορατότητα περιορισμένη.
Το αεροσκάφος τους ήταν ένα τρικινητήριο Fiat G.212CP της Avio Linee Italiane.
Ενώ το αεροπλάνο πλησίαζε το Τορίνο συνάντησε καταιγίδα.
Οι κακές καιρικές συνθήκες και η περιορισμένη ορατότητα λόγω της χαμηλής νέφωσης ανάγκασαν το αεροσκάφος να κατέβει σε χαμηλό ύψος, ώστε να προσεγγίσει το αεροδρόμιο με πτήση εξ όψεως. Στις 17:03 τοπική ώρα το αεροσκάφος προσέκρουσε στον πλευρικό τοίχο ενός μοναστηριακού κτίσματος που υπήρχε δίπλα στη βασιλική της Σουπέργκα, που βρίσκεται στην κορυφή του ομώνυμου λόφου.
Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν και οι 31 επιβαίνοντες: οι 18 παίκτες της ομάδας, 3 μέλη του προπονητικού τιμ (προπονητής, κόουτς και φυσιοθεραπευτής), 3 μέλη της διοίκησης, το 4μελές πλήρωμα του αεροσκάφους και 3 δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον αγώνα.
Οι αρχές απέδωσαν το δυστύχημα στο συνδυασμό της κακής ορατότητας, του προβληματικού σήματος επικοινωνίας με το αεροδρόμιο του Τορίνου και ενδεχομένως ενός λάθος χειρισμού του πιλότου, ενώ πιθανολογήθηκε και δυσλειτουργία του αλτίμετρου.
Στην Ιταλία είχαν παραμείνει τρεις παίκτες: ο τραυματίας αμυντικός Σάουρο Τομά, ο δεύτερος τερματοφύλακας Ρενάτο Γκαντόλφι (ταξίδεψε στη θέση του ο τρίτος τερματοφύλακας Ντίνο Μπαλλαρίν, μετά από πιέσεις προς την ομάδα του αδελφού του, αμυντικού Άλντο Μπαλλαρίν) και ο νεαρός μέσος Λουίτζι Τζουλιάνο, αρχηγός της ομάδας νέων της Τορίνο, λόγω προβλήματος με το διαβατήριό του.
Άλλα άτομα που τελικά δεν συμμετείχαν στην αποστολή ήταν ο πρόεδρος Φερούτσο Νόβο λόγω κρυολογήματος, ο διάσημος σπορτκάστερ Νικολό Καρόζιο για οικογενειακούς λόγους και ο πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής και τότε αθλητικός ανταποκριτής Βιττόριο Πότσο, ο οποίος μάλιστα μετά την τραγωδία επωμίστηκε το βαρύ έργο της αναγνώρισης των νεκρών ποδοσφαιριστών.
Η κηδεία των θυμάτων έγινε δύο μέρες αργότερα και συμμετείχαν περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι.
Λίγες μέρες αργότερα η Ρίβερ Πλέιτ του Αλφρέδο Ντι Στέφανο αποφάσισε να δώσει έναν φιλικό αγώνα προς τιμήν των 18 ποδοσφαιριστών.
Την Τορίνο αντιπροσώπευσε μια μικτή ομάδα με Ιταλούς παίκτες, ενώ ο αγώνας έληξε 2-2.
Στους 4 αγώνες που απόμεναν για την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, και ενώ δεν είχε εξασφαλίσει μαθηματικά τον τίτλο, αγωνίστηκε με την ομάδα των εφήβων της.
Οι αντίπαλες ομάδες της χρησιμοποίησαν και αυτές τις αντίστοιχες ομάδες τους και έτσι οι έφηβοι της Τορίνο, κάνοντας 4 νίκες έδωσαν το πρωτάθλημα στην ομάδα τους.
Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα τοποθετήθηκε αργότερα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων.
Ο Θρύλος παραμένει και μας διδάσκει ότι όλα αυτά θα μας λείψουν και ας μην τα έχουμε ζήσει.
Θα μας λείψει αυτή η ομάδα.
Θα μας λείψουν τα μέλη της που απαρτίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την Εθνική ομάδα της Ιταλίας.
Δεν θα ξεχάσουμε τα 88 παιχνίδια χωρίς ήττα απο το 1943 μέχρι το 1949.
Θα μας λείψουν τα πάντα, αλλά όπως έγραψε ο Μοντανέλι.
” Οι ήρωες είναι πάντα αθάνατοι στα μάτια αυτών που πιστεύουν.”
Και έτσι τα παιδιά θα πιστέψουν ότι το Μεγάλη Τορίνο δεν είναι νεκρό..Είναι απλά μακριά.
Ο Ταύρος είναι στο δρόμο, ένα αιώνιο ταξίδι που συνόδευσε την ομάδα στον Θρύλο.
Στις 4 Μαΐου 1949, στις 17:05 μμ, το αεροπλάνο από τη Λισαβόνα με τους παίκτες της Μεγάλης Τορίνο συνετρίβη στο λόφο Σουπέργκα.
Ο Θρύλος της Μεγάλης Τορίνο, ακόμα καίει στην καρδιά όλων των εραστών του ποδοσφαίρου και θα το κάνει για πάντα.
Το χρώμα των εμφανίσεων της ομάδας είναι το βαθύ κόκκινο (γκρενά).
Για την επιλογή του έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με μια από αυτές, το χρώμα αυτό επιλέχθηκε από τον Αλφρέντο Ντικ που ήταν οπαδός της ομοιόχρωμης Σερβέτ. Για κάποιους άλλους προέκυψε ύστερα από το πλύσιμο των φανελών που χρησιμοποιούσαν αρχικά (στα χρώματα της Τουρινέσε) μαζί με τα μαύρα σορτς και τις κάλτσες.
Κατά την πιο γοητευτική εκδοχή όμως, προήλθε από το χρώμα του αίματος του πεσόντος αγγελιοφόρου που μετέφερε την είδηση της απελευθέρωσης της Ιταλίας από τους Γάλλους το 1706, το οποίο είχε υιοθετήσει ο πρόεδρος και ποδοσφαιριστής της Ιντερνατσιονάλε Τορίνο, Δούκας των Αμπρούτσι.
Προς τιμήν της Μεγάλης Τορίνο, για πολλά χρόνια η δεύτερη εμφάνιση της Ρίβερ Πλέιτ (όχι συνεχόμενα) ήταν η γκρενά. Το 1914 η Τορίνο επισκέφθηκε για την Λατινική Αμερική για αγώνες στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Ανάμεσα σε αυτούς αγωνίστηκε και με την ομάδα της Κορίνθιανς, για την οποία ήταν οι πρώτοι διεθνής αγώνες.
Το 1948 η Τορίνο επισκέφθηκε ξανά την Βραζιλία όπου αγωνίστηκε ξανά με την Κορίνθιανς.
Μετά την τραγωδία της Σουπέργκα, η Κορίνθιανς έδωσε ένα φιλικό αγώνα με την Πορτουγκέζε προς τιμήν των θυμάτων, στον οποίο εμφανίστηκε με γκρενά φανέλες.
Το σήμα της ομάδας είναι ο όρθιος στα δύο πόδια ταύρος, που εικονίζεται και στο επίσημο έμβλημα της πόλης του Τορίνο.
Στη δεκαετία του 1980, το έμβλημα της Τορίνο έχει τετράγωνο σχήμα, ενώ στην κορυφή υπήρχε η αναγραφή «Torino Calcio» και μέσα εμπεριείχε ένα τυποποιημένο αχαλίνωτο ταύρο, το σύμβολο που εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητό από τους οπαδούς και ψηφίστηκε το 2013 από τους αναγνώστες του Guerin Sportivo, ως το πιο όμορφο ποδοσφαιρικό έμβλημα όλων των εποχών.
Από το 1990 μέχρι και την πτώχευση, το έμβλημα υπενθύμιζε την περίοδο της «Grande Torino», με τη σημαντική διαφορά ότι η δεξιά πλευρά του οβάλ εμπεριείχε τα γράμματα «Τ» και «C» (αρχικά της «Torino Calcio») αντί για τα γράμματα «A», «C» και «T» (αρχικά της «Associazione Calcio Torino»).
Το εταιρικό σύμβολο της «Τορίνο Football Club» χρησιμοποιήθηκε από το 2006.
Την περίοδο 2005–06, την πρώτη μετά την πτώχευση της Torino Calcio, το έμβλημα είναι ταυτόσημο με το σημερινό, με μόνη διαφορά την προσθήκη της ημερομηνίας «1906» στην αριστερή πλευρά της ασπίδας, με σκοπό να υπενθυμίσει το έτος ίδρυσης της ιστορικής Foot Ball Club Torino.
Η πρώτη έδρα της ομάδας ήταν το «Velodromo Umberto I».
Το ποδηλατοδρόμιο χρησιμοποιήθηκε από το πρώτο παιχνίδι με τη Γιουβέντους το 1907 μέχρι τον Ιανουάριο του 1909. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν διάφορες έδρες: το «Lato Ferrovia», το «Lato Crocetta» και το «Stradale Stupinigi».
Την περίοδο 1925-26 αγωνίστηκαν στο «Motovelodromo di Corso Casale», εν αναμονή της μετακόμισής τους στο στάδιο «Φιλαδέλφια» (Filadelfia).
Τον Οκτώβριο του 1926 μετακόμισαν τελικά στο «Φιλαδέλφια», με το πρώτο παιχνίδι να είναι ενάντια στη Φορτιτούντο Ρόμα. Εκεί αγωνίστηκαν μέχρι το 1958. Στη συνέχεια αγωνίστηκαν στο «Στάδιο Βιτόριο Πότσο», που ήταν πιο γνωστό ως «Comunale».
Το 1990 μετακόμισαν στο Στάδιο Ντέλε Άλπι, ενώ το «Comunale» αποφασίστηκε να μετατραπεί σε Ολυμπιακό Στάδιο του Τορίνο, για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες του 2006, και μετονομάστηκε σε «Ολίμπικο».
Μετά τους αγώνες, η Τορίνο επέστρεψε στο «Ολίμπικο».
Οι οπαδοί της Τορίνο ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν επίσημο σύνδεσμο φιλάθλων στην Ιταλία. Αυτό έγινε το 1950 όταν ίδρυσαν την «Gruppo Sostenitori Granata», ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν και άλλοι σύνδεσμοι της ομάδας.
Ο παραδοσιακός αντίπαλος της Τορίνο είναι η Γιουβέντους και το ντέρμπι μεταξύ τους ονομάζεται «Derby della Mole».
Η διαμάχη στην πόλη έλαβε εξαρχής ταξικά χαρακτηριστικά με τους Μπιανκονέρι να εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο τους συντηρητικούς και την αστική τάξη, ενώ η Τορίνο συγκέντρωνε τη συμπάθεια του προλεταριάτου.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η Γιουβέντους, ούσα η ομάδα της FΙΑΤ, της εταιρείας στην οποία εργαζόταν ένα μεγάλο τμήμα μεταναστών από τη νότια Ιταλία, δημιούργησε μια νέα δεξαμενή οπαδών. Από την άλλη πλευρά η Γκρανάτα ταυτίστηκε με το αυθεντικό πνεύμα του Τορίνο και τις Πιεμοντέζικες παραδόσεις, διατηρώντας παράλληλα τη λαϊκή υποστήριξή της.