Ο Zαιρζίνιο, είναι ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία της Μποταφόγκο.
Τον αποκαλούσαν ”Τυφώνα” και του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970.
Σε εκείνο το Μουντιάλ, ο άνθρωπος με την φανέλα με το νουμέρο 7 της Σελεσάο, δημιούργησε ένα κατόρθωμα, που κανένας παίκτης δεν κατάφερε να επαναλάβει μέχρι σήμερα…
Σκόραρε σε όλα τα μας του Μουντιάλ, απο το πρώτο ως και το τελευταίο.
Ο Ζαΐρ Βεντούρα Φίλιο, γεννήθηκε 25 Δεκεμβρίου 1944, περισσότερο γνωστός ως Ζαϊρζίνιο (Jairzinho), ήταν μέλος της θρυλικής εθνικής ομάδας της Βραζιλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970.
Θεωρείται από τους κορυφαίους βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια στο τοπικό σύλλογο της Μποταφόγκο, αγωνιζόμενος με την ομάδα νέων κέρδισε και τρία πρωταθλήματα νέων του Ρίο (1961, 1962, 1963).
Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο με τον σύλλογο ως επιθετικός σε ηλικία 15 ετών.
Στην ομάδα συνυπήρχε ο Γκαρίντσα, και η καθιέρωση είχε αρχικά δυσχέρεια αλλά τελικά θα τον αντικαταστήσει τόσο για στην ομάδα όσο και στην εθνική, όταν ο τελευταίος ήδη βρισκόταν στην κάμψη της σταδιοδρομίας του.
Η συνύπαρξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο νεαρός Ζαϊρζίνιο να αγωνίζεται συνήθως ως αριστερός ακραίος κυνηγός στα πρώτα χρόνια. Είχε όμως πολύπλευρο ταλέντο που τού επέτρεπε να παίξει και σε άλλες θέσεις, όπως κεντρικός επιθετικός ή επιθετικός μέσος.
Ήταν ταχύς, επιδέξιος και δυνατός δεξιός πλάγιος επιθετικός, γνωστός για την ευχέρεια του να σκοράρει.
Ωστόσο, συμπλήρωσε το δεξί άκρο της επίθεσης που ήταν και η φυσική του θέση μετά κυρίως το αποτυχημένο (για τη “σελεσάο”) Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966.
Ο Ζαϊρζίνιο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Μποταφόγκο, από το Ρίο ντε Τζανέιρο, κατακτώντας το πρωτάθλημα του Ρίο δύο φορές.
Στα γενέθλιά του το 1972, σημείωσε τρία γκολ για την μεγάλη αντίπαλο Φλαμένγκο σε μια ιστορική νίκη με 6-0. Τα τελευταία χρόνια της καριέρας του αγωνίστηκε στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική.
Στη Γαλλία αγωνίστηκε για μία μόνο σεζόν καθώς η ανάμειξη σε δικαστική διαδικασία ως αίτιος σε επεισόδιο σε αγώνα απέναντι στην Παρί Σεν Ζερμέν έληξε άδοξα την καριέρα του.
Αντικατέστησε τον Γκαρίντσα τόσο στην Μποταφόγκο όσο και στην εθνική Βραζιλίας και αγωνίστηκε συνολικά σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, το 1966, το 1970 και το 1974.
Έκανε το διεθνές του ντεμπούτο το 1964 απέναντι στην Πορτογαλία, όταν ο Γκαρίντσα τραυματίστηκε.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 σκόραρε 7 γκολ σε 6 αγώνες, ένα σε κάθε αγώνα εκτός του πρώτου κατά της Τσεχοσλοβακίας, όπου σημείωσε δύο.
Το σκοράρισμα σε κάθε αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου έφερε τον Ζαϊρζίνιο σε μία εκλεκτή ελίτ τριών μόνο ποδοσφαιριστών που έχουν καταφέρει κάτι αντίστοιχο. Ήταν αυτός που σημείωσε το μοναδικό τέρμα στον κρίσιμο προημιτελικό με αντίπαλο την παγκόσμια πρωταθλήτρια Αγγλίας.
Απέκτησε το προσωνύμιο furacao (τυφώνας) και ο άξιος διάδοχος του σπουδαίου Γκαρίντσα, με τα καταιγιστικά ξεσπάσματά του και τα ισχυρότατα σουτ, σκόραρε και στον θριαμβευτικό τελικό με την Ιταλία και αναδείχθηκε σε δεύτερο σκόρερ της διοργάνωσης.
Εκείνη η εθνική Βραζιλίας του 1970 συχνά χαρακτηρίζεται ως η καλύτερη ομάδα σε μία διοργάνωση όλων των εποχών.
Σημείωσε δύο γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου χωρίς τα μεγάλα ονόματα της ομάδας του 1970 να τον πλαισιώνουν δεν αποδείχθηκε και τόσο απειλητικός.
Στο μικρό τελικό της διοργάνωσης ήταν ο τελευταίος του αγώνας για τη Βραζιλία μέχρι που διοργανώθηκε αποχαιρετιστήριο παιχνίδι με την Τσεχοσλοβακία στις 3 Μαρτίου 1982 σε συνάντηση με αποτέλεσμα 1–1.
Συνολικά σε διοργανώσεις Παγκοσμίων Κυπέλλων συμμετείχε σε 16 αγώνες σημειώνοντας 9 τέρματα.
Μετά τη Γαλλία επανήλθε στην πατρίδα του για να αγωνιστεί με την Κρουζέιρο έχοντας τη μεγαλύτερη επιτυχία του σε συλλογικό επίπεδο με την κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες το 1976, ενώ ο ίδιος αναδείχθηκε σε δεύτερο σκόρερ της διοργάνωσης με 12 γκολ.
Συνέχισε την καριέρα του παίζοντας για την Πορτουγκέσα στη Βενεζουέλα, καθιστώντας την μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της ιστορίας της χώρας, βοηθώντας την να πετύχει ρεκόρ 16 νικηφόρων παιχνιδιών στη σειρά και το τέταρτο των πέντε πρωταθλημάτων, κατακτώντας το πρωτάθλημα το 1977, ο ίδιος δε αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ.
Μετά την αποχώρησή από την ενεργό δράση έγινε προπονητής σε μια σειρά από ομάδες νέων στην πατρίδα του. Εργάστηκε επίσης στην Ιαπωνία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το 1997, ανέλαβε την Καλαμάτα.
Απολύθηκε λόγω κακών αποτελεσμάτων καθώς η ομάδα του υποβιβάστηκε στο τέλος της σεζόν.
Στη συνέχεια ανέλαβε επικεφαλής προπονητής της εθνικής ομάδας της Γκαμπόν.
Ωστόσο, απολύθηκε από την Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Γκαμπόν μετά από μια συντριπτική ήττα από την Ανγκόλα σε προκριματικό Παγκόσμιου Κυπέλλου 2006 που πραγματοποιήθηκε στη Λουάντα.
Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμά του ως προπονητής ήταν να εντοπίσει τον Ρονάλντο ως 14χρονο ενώ προπονούσε την Σάο Κριστόβαο.
Ο Ζαϊρζίνιο θεωρείται ένας από τους καλύτερους επιθετικούς όλων των εποχών και από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων.
Το περιοδικό World Soccer τον κατέταξε ως τον 27ο καλύτερο ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα.