“Την πρώτη φορά που μου είπαν ότι θα κάνω προπόνηση με την πρώτη ομάδα της Μπάγερν έπαθα σοκ.
Έπεσα για ύπνο από τις 10 αλλά ήμουν τόσο νευρικός που δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα.
Την άλλη μέρα με πήγε στην προπόνηση η μαμά μου, γιατί αυτή με πήγαινε κάθε μέρα έτσι κι αλλιώς.
Αυτή τη φορά όμως ήταν κάπως αστείο γιατί με πήγαινε για να προπονηθώ μαζί με τον Νόιερ, τον Μίλερ, τον Κίμιχ η μαμά μου με το μικρό VW Polo της.
Ήμουν τόσο αγχωμένος που στη διαδρομή δεν έβγαλα μιλιά και είχα και τη μαμά μου να μου λέει συνεχώς «έφαγες καλό πρωινό;», «χαμήλωσε τη μουσική», «στείλε μου όταν τελειώσεις».
Όταν φτάσαμε στο προπονητικό η μόνη μου σκέψη ήταν «ελπίζω ο σεκιουριτάς να με αφήσει να μπω».
Ευτυχώς με άφησε αλλά δεν είχα ιδέα πού να πάω.
Ήξερα ότι ήμουν εκεί απλά για να συμπληρώσω τους αριθμούς.
Καθόμουν στην αίθουσα υποδοχής περιμένοντας να έρθει κάποιος να με πάρει.
Ένιωθα σαν ασκούμενος την πρώτη μέρα στο γραφείο.
Ήμουν τόσο φοβισμένος που ντράπηκα ακόμα και να βγάλω το κινητό.
Τελικά με πρόσεξε κάποια στιγμή ο Ζίρκζι και με πήρε μαζί του.
Θυμάμαι ότι με πήγε στα αποδυτήρια και στην αρχή στεκόμουν όρθιος γιατί δεν ήθελα να κάτσω κατά λάθος στη θέση κάποιου. Προσπαθούσα να περνάω απαρατήρητος. Είχα αυτή τη νευρικότητα που δεν ξέρεις τι να κάνεις με τα χέρια σου.
Είχα δει και διαβάσει τόσες ιστορίες για τους rookies στο NBA που τους υποδέχονται κάπως σκληρά και γι’αυτό το μόνο που με απασχολούσε ήταν να μην ενοχλήσω κανέναν.
Όμως ήταν όλοι τόσο καλοί και ευγενικοί μαζί μου. Με δέχτηκαν σαν να ήμουν δικός τους άνθρωπος.
Δεν το πίστευα.
Αυτή η πρώτη μέρα ήταν τόσο σημαντική για μένα και σαν ποδοσφαιριστής και σαν άνθρωπος.
Όταν βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και κάναμε την πρώτη άσκηση με τη μπάλα, το «κορόιδο», η μόνη μου έγνοια ήταν να μη ρίξω το επίπεδο.
«Μην τους κάνεις να προσέξουν ότι είσαι 17».
Αυτός ήταν ο βασικός μου στόχος.
Θέλω να πιστεύω ότι τα κατάφερα.
Μόλις τελειώσαμε έστειλα στη μαμά μου να έρθει να με πάρει.
Όσο την περίμενα στο πάρκινγκ έβλεπα τους άλλους παίκτες να φεύγουν με τα αμάξια τους και να μου λένε «Γεια σου Τζαμάλ, τα λέμε σύντομα».
Όταν με ρώτησε η μαμά μου πώς ήταν το μόνο που μπόρεσα να ξεστομίσω ήταν: «Ήταν ωραία. Ναι, ήταν ωραία.”
Τζαμάλ Μουσιάλα