15 Δεκεμβρίου 1995…
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχεται τα αιτήματα του Βέλγου ποδοσφαιριστή Jean-Marc Bosman.
Μια πρόταση που θα αλλάξει για πάντα το ποδοσφαιρικό σύστημα…
Παίκτες από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσαν να μετακινηθούν δωρεάν σε άλλο σύλλογο που ανήκει στην ευρωπαϊκή κοινότητα μετά τη λήξη του συμβολαίου τους.
Εάν το τρέχον συμβόλαιο είχε διάρκεια όχι μεγαλύτερη από 6 μήνες, ο παίκτης θα μπορούσε να υπογράψει προσύμβαση με νέο σύλλογο.
Κανένας περιορισμός στην εγγραφή ξένων παικτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι οι παίκτες, από εκείνη τη στιγμή και μετά, θα θεωρούνται εργαζόμενοι όπως οι άλλοι, επομένως ελεύθεροι να μετακινούνται εντός της ηπειρωτικής επικράτειας, εφόσον είναι πολίτες μιας χώρας που ανήκει προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Ήταν η αρχή του τέλους, οι σημαίες εξαφανίστηκαν, οι συμβολικοί παίκτες εξαφανίστηκαν, οι ομάδες νέων αυτοτιμωρούνταν και τα πρωταθλήματα άρχισαν να γεμίζουν με παίκτες με εξωτικά ονόματα αλλά αμφισβητήσιμα τεχνικά χαρακτηριστικά.
Ο Μπόσμαν πάντως δεν έκανε ποτέ όνομα απο το ποδόσφαιρο, αλλά απο ένα νόμο που έχει με΄πινει στην ιστορία με το όνομά του…
Ο νόμος του Μπόσμαν!
Η απόφαση Μποσμαν προήλθε από απόφαση του 1995 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (European Court of Justice) σχετική με την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την άμεση εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957.
Η υπόθεση αυτή αφορούσε προσφυγή της Βελγικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας κατά του Βέλγου ποδοσφαιριστή Ζαν-Μαρκ Μπόσμαν και προκάλεσε μια σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετική με την ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την απόφαση Μποσμαν επιτράπηκε στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές να μεταγράφονται ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν λήγει το συμβόλαιό τους με κάποιο σύλλογο.
Επίσης, ακυρώθηκαν όσοι κανονισμοί εθνικών ομοσπονδιών χωρών-μελών της Ε.Ε. επέβαλαν περιορισμούς σε τέτοιου είδους μεταγραφές, π.χ. αν επέβαλαν ένα ανώτατο όριο ξένων ποδοσφαιριστών.
Η απόφαση αφορούσε μόνο σε ποδοσφαιριστές υπηκόους των χωρών-μελών της Ε.Ε. τους λεγόμενους κοινοτικούς, για τους οποίους επιτρεπόταν πλέον μεταγραφή ανεξαρτήτως αριθμού, σε αντίθεση με τους μη κοινοτικούς, για τους οποίους η κάθε ομοσπονδία διατήρησε τους κανονισμούς της.
Η απόφαση Μποσμάν είναι αποτέλεσμα τριών ξεχωριστών νομικών υποθέσεων, στις οποίες εμπλέκεται ο Βέλγος ποδοσφαιριστής:
Υπόθεση Βελγικής ομοσπονδίας κατά Μποσμαν.
Υπόθεση Λιέρς κατά Μποσμαν και λοιπών.
Υπόθεση UEFA κατά Μπόσμαν.
Ο Βέλγος ποδοσφαιριστής Ζαν-Μαρκ Μπόσμαν ήταν παίκτης της βελγικής Λιέγης, του οποίου το συμβόλαιο είχε λήξει το 1990.
Επιθυμούσε να αλλάξει σύλλογο και να μεταγραφεί στην γαλλική ομάδα Δουνκέρκη.
Εντούτοις, η Δουνκέρκη δεν πρόσφερε το ποσό της μεταγραφής που ζητούσε η Λιέγη με αποτέλεσμα η τελευταία να αρνηθεί την μεταγραφή.
Στο μεταξύ οι αποδοχές του Μποσμάν είχαν μειωθεί καθώς δεν ήταν πλέον παίκτης της πρώτης ομάδας.
Προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο κατά του άρθρου 17 των κανονισμών της FIFA του σχετικού με τις μεταγραφές.
Έπειτα από μια πολύχρονη και σκληρή δικαστική διαμάχη κέρδισε την υπόθεση στις 15 Δεκεμβρίου 1995.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το υπάρχον σύστημα μεταγραφών παρεμποδίζει την ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων και έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης.
Στον Μπόσμαν και σε όλους τους κοινοτικούς ποδοσφαιριστές επιτράπηκε να μεταγράφονται ελευθέρα με τη λήξη του συμβολαίου τους σε οποιονδήποτε σύλλογο χώρας-μέλους της Ε.Ε.
Πριν από την απόφαση αυτή, οι επαγγελματικοί σύλλογοι των περισσότερων χωρών της Ευρώπης μπορούσαν να εμποδίσουν έναν ποδοσφαιριστή τους να υπογράψει σε άλλο σύλλογο ακόμα κι όταν έληγε το συμβόλαιό του.
Μετά την απόφαση Μπόσμαν αυτό δεν επιτρέπεται.
Όταν λήξει το συμβόλαιό του, ο ποδοσφαιριστής διαπραγματεύεται ελεύθερα είτε με τον ίδιο είτε με άλλο σύλλογο.
Επίσης, έχει το δικαίωμα να υπογράψει προσύμφωνο με άλλο σωματείο μέχρι και έξι μήνες πριν από τη λήξη του συμβολαίου του.
Ο κανονισμός Μποσμάν επέβαλλε στις εθνικές ομοσπονδίες των χωρών της Ε.Ε. και στην UEFA να προσαρμόσουν τους κανονισμούς τους σχετικά με τους ξένους παίκτες, ώστε να μην αντίκεινται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ως τότε πολλές ομοσπονδίες είχαν θεσπίσει ανώτατο όριο ξένων παικτών ανά σύλλογο. Επίσης, η ΟΥΕΦΑ επέτρεπε στις ομάδες που μετείχαν στις διοργανώσεις της, δηλαδή το Τσάμπιονς Λιγκ, το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, τρεις το πολύ αλλοδαπούς παίκτες.
Μετά την απόφαση Μποσμάν, ο περιορισμός αυτός δεν αφορούσε πλέον τους κοινοτικούς αλλά τους μη κοινοτικούς παίκτες.
Σταδιακά, η έννοια του κοινοτικού παίκτη διευρύνθηκε και δεν αφορούσε μόνο στους ποδοσφαιριστές πολίτες των χωρών-μελών της Ε.Ε. αλλά σε όλους τους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές.
Η εφαρμογή του κανονισμού Μπόσμαν έφερε πολλές αλλαγές στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Το θετικό του ήταν ότι η σχέση σωματείου – παίκτη έγινε πιο ξεκάθαρη και ρυθμίζεται αποκλειστικά από το συμβόλαιο ομάδας (εργοδότη) – ποδοσφαιριστή (εργαζόμενου).
Οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές απελευθερώθηκαν από την αυθαιρεσία των σωματείων, τα οποία πολλές φορές δεν επέτρεπαν τη μεταγραφή τους ζητώντας υπέρογκα ποσά από άλλα σωματεία, ενώ δεν πρόσφεραν αντίστοιχα ποσά για την ανανέωση του συμβολαίου του παίκτη.
Το αρνητικό του κανονισμού Μποσμαν είναι ότι πληθώρα ποδοσφαιριστών με κοινοτικό διαβατήριο μεταγράφηκαν ακόμα και σε ημιεπαγγελματικά σωματεία Β΄ και Γ΄ κατηγορίας άλλων χωρών, αλλοιώνοντας την φυσιογνωμία των τοπικών πρωταθλημάτων και εμποδίζοντας την εξέλιξη των αυτοχθόνων ταλέντων.
Όπως είναι φυσικό αυτό είχε επιπτώσεις στις εθνικές ομάδες των χωρών μελών της Ε.Ε.
Ο κανονισμός Μποσμάν προκάλεσε μια παρόμοια υπόθεση μεταξύ της ΦΙΜΠΑ και των ομάδων μπάσκετ το 2000.
Με την προσφυγή οι ομάδες ζητούσαν και πέτυχαν να θεωρηθεί παράνομη απόφαση της ΦΙΜΠΑ που απαγόρευε την μετακίνηση ενός μπασκετμπολίστα σε άλλο σύλλογο κατά τη διάρκεια της ίδιας σεζόν.