Ο Τζιμ Μόρισον είχε σκωτσέζικη και ιρλανδική καταγωγή και ήταν γιος του ναυάρχου Τζορτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον, που γνωρίστηκαν το 1941 στη Χαβάη.
Ο Τζιμ Μόρισον γεννήθηκε 11 μήνες μετά, στη Μελβούρνη της Φλόριντα.
Έξι μήνες αργότερα, η Κλάρα Μόρισον μετακόμισε στο Κλιαργουότερ της Φλόριντα με το μικρό της γιο για να ζήσει με τα πεθερικά της (τους Πωλ και Καρολάιν Μόρισον), ενώ ο σύζυγός της επέστρεψε στο μέτωπο του Ειρηνικού για όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αργότερα, θα προαγόταν στον βαθμό του Ναυάρχου και θα διοικούσε τον τοπικό στόλο από την ναυαρχίδα του, USS Bon Homme Richard, κατά την διάρκεια του συμβάντος στον κόλπο Τόνκιν.
Εκείνη έμεινε στην Φλόριντα με τον νέο γιο της.
Ο σύζυγός της δεν θα επέστρεφε για να δει την οικογένειά του μέχρι το καλοκαίρι του 1946.
Οι Μόρισον έπειτα απέκτησαν μια κόρη, την Άνν Ρόμπιν (γεννήθηκε το 1947 στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού) και έναν γιο, τον Άντριου “Άντυ” Λι (γεννήθηκε το 1948 στο Λος Άλτος της Καλιφόρνιας).
Σύμφωνα με τον Μόρισον, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ζωή του συνέβη το 1949 κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νέο Μεξικό.
Περιγράφει το γεγονός όπως ακολουθεί:
”Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο … εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή.
Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου.
Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν.
Δεν μπορούσα να δω τίποτα.
Το μόνο που είδα ήταν παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου, και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο … και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων – ίσως μια ή δύο απ’ αυτές – έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω.”
Ο Μόρισον αργότερα θα ξαναθυμόταν αυτό το γεγονός στο πέρασμα του τραγουδιού “Peace Frog”:
“Ινδιάνοι σκορπισμένοι στον αυτοκινητόδρομο της αυγής αιμορραγούν/Φαντάσματα βρίθουν το εύθραυστο σαν τσόφλι μυαλό του μικρού παιδιού.”
Βέβαια, και οι δύο γονείς του Μόρισον ισχυρίζονται πως το γεγονός αυτό ποτέ δεν συνέβη.
Στα πολλά σχόλια του γι’ αυτό το επεισόδιο, ο Μόρισον είπε πως είχε αναστατωθεί τόσο από αυτό το συμβάν, που οι γονείς του τελικά του είπαν ότι απλώς είχε δει έναν εφιάλτη, με σκοπό να τον ηρεμήσουν.
Ασχέτως του αν το γεγονός ήταν αληθινό, το είχε φανταστεί ή σκαρφιστεί, ο Μόρισον έκανε επανειλημμένες αναφορές σε αυτό σε διανθίσματα των τραγουδιών του, σε ποιήματα και συνεντεύξεις του.
Ο Μόρισον αποφοίτησε από το George Washington High School (νυν George Washington Middle School) στην Αλεξάνδρεια, Βιρτζίνια τον Ιούνιο του 1961. Ο πατέρας του μετατέθηκε στην Νότια Καλιφόρνια τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Ο Μόρισον πήγε να ζήσει με τους γονείς του πατέρα του στο Κλιαργουότερ στη Φλόριντα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο St. Petersburg Junior College.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα (1962-1963), το οποίο διέθετε φθηνά δίδακτρα, αλλά πάλι δεν τον ικανοποίησε αρκετά. Έτσι, ο Μόρισον μετακόμισε κοντά στο κολέγιο FSU, όπου συγκατοίκησε με τον Τζορτζ Γκριρ και εμφανίστηκε σε ένα φιλμ για τη στρατολογία στο σχολείο.
Τον Ιανουάριο του 1964, χάρη στη συμβουλή ενός καθηγητή του FSU, ο Μόρισον μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, όπου ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο UCLA, με διάκριση στον κινηματογράφο.
Ο Τζιμ γύρισε δύο ταινίες κατά τη φοίτησή του στο UCLA.
Η πρώτη, ονόματι First Love, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά χωρίς περικοπές στο τέλος του ντοκιμαντέρ για την ταινία Obscura.
Μετά την αποφοίτηση του το καλοκαίρι του 1965 από την κινηματογραφική σχολή της UCLA, ο Mόρισον ακολούθησε ένα μποέμικο τρόπο ζωής.
Κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού, έγραψε τους στίχους πολλών τραγουδιών που οι Doors αργότερα ηχογράφησαν και έπαιξαν ζωντανά σε άλμπουμ όπως το “Moonlight Drive” και το “Hello, I Love You”.
Ο Μόρισον και ο Ρέι Μάνζαρεκ ήταν τα πρώτα δύο μέλη των Doors, σχηματίζοντας την ομάδα εκείνο το καλοκαίρι.
Είχαν γνωριστεί μήνες πριν ως συμφοιτητές κινηματογράφου.
Σύμφωνα με τον Mάνζαρεκ, ήταν ξαπλωμένος στην παραλία Βένις μια μέρα, όπου συναντήθηκε κατά λάθος με τον Mόρισον.
Αφού ο Μανζάρεκ εντυπωσιάστηκε με τα τραγούδια που του τραγούδησε ο Μόρισον, του προτείνε να φτιάξουν συγκρότημα.
Στη συνέχεια, ο κιθαρίστας Ρόμπι Κρίγκερ και ο ντράμερ Τζον Ντένσμορ εντάχθηκαν στο συγκρότημα.
Και τα τρία μέλη είχαν ένα κοινό ενδιαφέρον: παρακολουθούσαν προγραμματισμένα μαθήματα του Maharishi Mahesh Yogi την εποχή εκείνη, αλλά ο Mόρισον δεν συμμετείχε σε αυτές τις σειρές μαθημάτων.
Το 1967, οι Doors γνώρισαν επιτυχία μετά την υπογραφή τους με την δισκογραφική εταιρεία Elektra Records.
Το κομμάτι “Light My Fire” έφτασε το νούμερο ένα στα Billboard Hot 100 (από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1967).
Αργότερα, οι Doors εμφανίστηκαν στο The Ed Sullivan Show, μια δημοφιλής εκπομπή.
Ο Εντ Σάλιβαν ζήτησε δύο τραγούδια από τους Doors για την εκπομπή του, το “People Are Strange” και το “Light My Fire”.
Οι λογοκρισίες του Σάλιβαν επέμειναν ότι οι Doors έπρεπε να αλλάξουν τους στίχους του τραγουδιού “Light My Fire” “Girl we could not get much higher” για τους τηλεθεατές. Αυτό οφείλεται σε αυτό που θεωρήθηκε ως αναφορά στα ναρκωτικά.
Τα μέλη των Doors συμφώνησαν να αλλάξουν τον στίχο σε “girl, we couldn’t get much better”, αλλά κατά τη διάρκεια της ζωντανής μετάδοσης, ο Μόρισον τραγούδησε τον αρχικό στίχο.
Για το λόγο αυτό, το συγκρότημα δεν προσκλήθηκε να εμφανιστεί ξανά στη συγκεκριμένη εκπομπή.
Ο Μορισον την ημέρα της σύλληψης του για την άσεμνη έκθεση του κατά την διάρκεια μιας συναυλίας στο Μαϊάμι.
Στις 1 Μαρτίου του 1969, οι Doors εμφανίστηκαν στο “Dinner Key Auditorium” του Μαϊάμι.
Ο Μόρισον παρουσιάστηκε στη σκηνή μεθυσμένος, δίνοντας ένα ιδιαίτερα προκλητικό σόου, γεγονός που δημοσιοποιήθηκε σε όλη τη χώρα.
Είχε παρακολουθήσει πριν μέρες μια θεατρική παράσταση, και το “ανταγωνιστικό” παίξιμο των ηθοποιών επηρέασε την εμφάνιση του. Οι υπόλοιπες εμφανίσεις της περιοδείας που ήταν προγραμματισμένες μέσα στο Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1969, ακυρώθηκαν από τις αρχές των πόλεων στις οποίες θα εμφανιζόταν το συγκρότημα, με τη δικαιολογία ότι “δεν ήθελαν ροκ συγκροτήματα αμφιβόλου επιπέδου να παίζουν στις πόλεις τους”.
Μήνες αργότερα, ο Μόρισον έφαγε πρόστιμο για το περιστατικό.
Μετά από κάποιες μέρες, ο Μόρισον σκέφτηκε να αποχωρήσει από το συγκρότημα αλλά εν τέλει έμεινε λόγω της επιμονής του Μανζάρεκ.
Η οικογένεια του Μόρισον έπρεπε να μετακομίζει συχνά, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του.
Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση του Μόρισον διακοπτόταν όταν ήταν μικρός, καθώς συνεχώς άλλαζε σχολείο.
Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας ευφυής και ικανός μαθητής, με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, μεταξύ άλλων.
Οι βιογράφοι του έχουν αναφερθεί επανειλημμένα σε κάποιους συγγραφείς και φιλοσόφους που επηρέασαν τον τρόπο σκέψης και ίσως και τη συμπεριφορά του Μόρισον.
Στην εφηβεία του, ο Μόρισον ανακάλυψε τα γραπτά του Φρίντριχ Νίτσε. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Μόρισον, ο Τζον Ντένσμορ υπέθεσε ότι ο νιχιλισμός του Νίτσε σκότωσε τον Τζιμ.
Οι “σκοτεινοί” ποιητές του 18ου και του 19ου αιώνα του κίνησαν το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα ο Βρετανός ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ, καθώς και οι Γάλλοι ποιητές Κάρολος Μποντλέρ και Αρθούρος Ρεμπώ.
Οι συγγραφείς της γενιάς μπιτ, όπως ο Τζακ Κέρουακ, επηρέασαν τόσο τις απόψεις και τον τρόπο έκφρασης του Μόρισον, που κατέληξε να θέλει να βιώσει όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Κέρουακ On The Road.
Ομοίως, βρήκε ενδιαφέροντα τα γραπτά του Γάλλου συγγραφέα Σελίν.
Το βιβλίο του Voyage au Bout de la Nuit (Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας) και το βιβλίο του Μπλέικ Οι Μαντείες της Αθωότητας ήταν οι βασικές επιρροές για ένα από τα πρώτα τραγούδια του Μόρισον, “End of the Night.”
Τελικά, ο Μόρισον γνώρισε και έγινε φίλος με τον Michael McClure, έναν γνωστό ποιητή μπίτνικ.
Ο McClure λάτρεψε τους στίχους του Μόρισον, αλλά τον εντυπωσίασαν περισσότερο τα ποιήματά του, και έτσι τον συμβούλεψε να συνεχίσει να εξασκεί το ταλέντο του.
Ο Μόρισον άρχισε να γράφει στην εφηβεία του. Στο κολέγιο, άρχισε να ενδιαφέρεται πολύ για το θέατρο και την κινηματογραφία.
Παρότι ο Μόρισον ήταν πολύ γνωστός τραγουδιστής και στιχουργός, συνάντησε δυσκολίες όταν έψαχνε εκδότη για την ποίησή του. Εξέδωσε μόνος του δυο λεπτούς τόμους το 1969, τους “Κυρίους” και “Τα νέα πλάσματα”.
Και τα δυο έργα ήταν αφιερωμένα στην Πάμελα Σούζαν (Κούρσον).
Αυτά ήταν τα μόνα γραπτά του που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Τα παιδικά χρόνια του Μόρισον ήταν γεμάτα μετακινήσεις, όπως συμβαίνει στις οικογένειες στρατιωτικών.
Ο Τζέρυ Χόπκινς αναφέρει ότι ο αδελφός του Μόρισον, Άντυ, διηγήθηκε ότι οι γονείς τους είχαν αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσουν ποτέ σωματική βία στα παιδιά τους.
Εφάρμοζαν ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας και τιμωρίας, φωνάζοντας στα παιδιά και επιπλήττοντάς τα μέχρι να ξεσπάσουν σε κλάματα και να παραδεχτούν τα λάθη τους.
Από τότε που ο Μόρισον αποφοίτησε από το UCLA, διέκοψε τις επαφές με την οικογένειά του.
Όταν η μουσική του ανέβηκε στα τσαρτς το 1967, είχε πάνω από ένα χρόνο να επικοινωνήσει με την οικογένειά του, και είχε ισχυριστεί ψευδώς ότι οι γονείς και τ’ αδέλφια του ήταν νεκρά.
Ο πατέρας του Μόρισον έχει δηλώσει σε επιστολή με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου του 1970 ότι η διακοπή της επικοινωνίας με την οικογένεια ήταν αποτέλεσμα διαφωνίας σχετικά με το μουσικό ταλέντο του γιου του.
Είπε ότι δεν μπορούσε να κατηγορήσει το γιο του που δεν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί τους και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν υπερήφανος γι’ αυτόν.
Ο Μόρισον συνάντησε τη σύντροφο της ζωής του, Πάμελα Κούρσον, πολύ πριν κερδίσει δόξα και χρήματα κι’εκείνη τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί περισσότερο με την ποίηση.
Κατά καιρούς η Κούρσον χρησιμοποιούσε το επίθετο “Μόρισον” με τη φανερή συγκατάθεση του Τζιμ ή τουλάχιστον χωρίς εκείνος να νοιάζεται που το έκανε.
Η σχέση του Μόρισον και της Κούρσον ήταν θυελλώδης, με συχνούς τσακωμούς και περιόδους χωρισμού.
Ο βιογράφος Ντάνυ Σάγκερμαν έχει υποθέσει ότι μέρος των δυσκολιών που είχαν μπορεί να προερχόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο γεγονός ότι ήθελαν μια ελεύθερη σχέση και τις συνέπειες που είχε η ζωή σε μια τέτοια σχέση.
Το 1970, ο Μόρισον συμμετείχε σε μια κέλτικη νεοπαγανιστική τελετή αρραβώνα-γάμου (handfasting) με την συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και κριτικό της ροκ Πατρίτσια Κένελυ, ενώπιον μαρτύρων.
Ένας από τους μάρτυρες ήταν πρεσβυτεριανός πάστορας.
Το ζευγάρι υπέγραψε ένα έγγραφο όπου δήλωναν ότι ήταν παντρεμένοι, όμως δεν έγινε κάποια από τις απαραίτητες δηλώσεις στην πολιτεία για να έχει ο γάμος νομική ισχύ.
Η Κένελυ περιέγραψε τις εμπειρίες της με τον Μόρισον στην αυτοβιογραφία της Strange Days: My Life with and Without Jim Morrison, και σε μια συνέντευξη που περιέχεται στο περιοδικό Rock Wives.
Ο Μόρισον έκανε συχνά σεξ με θαυμάστριες και είχε πολλές σύντομες σχέσεις με διασημότητες, όπως τη Νίκο, τραγουδίστρια των The Velvet Underground.
Για μια νύχτα ήταν με την Γκρέις Σλικ των Jefferson Airplane και από καιρό σε καιρό με την Γκλόρια Στέιβερς, αρχισυντάκτρια του περιοδικού 16.
Επίσης είχε μια συνάντηση με την Τζάνις Τζόπλιν, ενώ ήταν κι οι δυο μεθυσμένοι.
Η Τζούντυ Χάντλστον αναπολεί τη σχέση της με τον Μόρισον στο βιβλίο της Ζώντας και πεθαίνοντας με τον Τζιμ Μόρισον.
Τον καιρό του θανάτου του, εκκρεμούσαν 20 αγωγές πατρότητας εναντίον του, παρότι κανένας από τους ενάγοντες δεν διεκδίκησε μέρος της περιουσίας, και η μόνη περίπτωση όπου κάποιος δήλωσε δημόσια ότι ήταν παιδί του Μόρισον αποδείχτηκε απάτη.
Το 1971, ο Μόρισον μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι μαζί με την Πάμελα Κούρσον, με σκοπό να αλλάξει ζωή και να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά.
Του άρεσε η αρχιτεκτονική της πόλης και έκανε μεγάλους περιπάτους εκεί, όμως σύντομα υπέκυψε στους εθισμούς του.
Εκεί έκανε και την τελευταία του ηχογράφηση σε στούντιο με δυο Αμερικανούς μουσικούς του δρόμου.
Ο Μάνζαρεκ απέρριψε αυτή την ηχογράφηση ως “ασυναρτησίες μεθυσμένων”.
Ένα τραγούδι από αυτήν, το “Orange County Suite” ακούγεται στο bootleg “Lost Paris Tapes”.
Ο Μόρισον απεβίωσε στις 3 Ιουλίου του 1971, σε ηλικία 27 ετών από καρδιακή ανακοπή.
Βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του από την Κούρσον.
Λόγω του ότι στο σώμα του δεν βρέθηκαν τραυματισμοί που να υποδεικνύουν είτε αυτοτραυματισμό/αυτοκτονία είτε εγκληματική ενέργεια, δεν πραγματοποιήθηκε αυτοψία από τον ιατροδικαστή.
Σύμφωνα με την Κουρσόν που τον βρήκε νεκρό, το προηγούμενο βράδυ ο Μόρισον πήγε σινεμά, έφαγε, άκουσε μουσική και κατανάλωσε ουσίες.
Κάποια στιγμή κατά το βράδυ σηκώθηκε λόγω αδιαθεσίας και έκανε ζεστό μπάνιο για να συνέλθει και κατέληξε από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Το σώμα του βρέθηκε στην μπανιέρα του διαμερίσματος με μια ξεραμένη σταγόνα αίματος κάτω απ’ τη μύτη.
Ωστόσο, το ότι οι φανατικοί θαυμαστές του δεν είδαν το σώμα του και η απουσία αυτοψίας έδωσε λαβή για πολλές εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου.
Ο Ντάνυ Σάγκερμαν διηγείται ότι όταν η Κούρσον επέστρεψε στις ΗΠΑ, του είπε ότι ο Μόρισον είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία είχε εισπνεύσει νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη.
Ο Σάγκερμαν σημειώνει ότι η Κούρσον έδινε διαφορετικές εκδοχές του θανάτου κατά καιρούς, τη μια λέγοντας ότι εκείνη τον είχε σκοτώσει και την άλλη ότι ο θάνατός του ήταν λάθος της.
Η ιστορία με την αθέλητη λήψη ηρωίνης υποστηρίζεται από τη διήγηση του Αλέν Ρονέ, που έκανε παρέα με το ζευγάρι στο Παρίσι.
Ο Ρονέ είχε γράψει ότι ο Μόρισον πέθανε από αιμορραγία αφού εισέπνευσε ηρωίνη της Κούρσον κι ότι εκείνη άθελά της αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον να πεθάνει αντί να καλέσει για ιατρική βοήθεια.
Ωστόσο, η πραγματική αιτία θανάτου του είναι η καρδιακή ανακοπή που προκλήθηκε από την χρόνια εξάρτησή του από τα ναρκωτικά σε συνδυασμό με το άσθμα του.
Στον τάφο του Τζιμ Μόρισον υπάρχει η ελληνική επιγραφή “ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ”.
Ο Μόρισον μίλησε για τη φιλία και θεωρούσε ότι “Φίλος είναι αυτός που σου παρέχει απόλυτη ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου”. Επίσης, πίστευε ότι τα ναρκωτικά είναι “ένα σαν τον τζόγο, σαν το ρίξιμο των ζαριών”.
Τέλος, σχετικά με τον φόβο είχε δηλώσει ότι αν κάποιος εκθέσει τον εαυτό του στο βαθύτερό του φόβο, τότε “ο φόβος δεν έχει δύναμη, και ο φόβος της ελευθερίας συρρικνώνεται κι εξαφανίζεται. Είσαι ελεύθερος.
Δισκογραφία με τους Doors
The Doors (1967)
Strange Days (1967)
Waiting for the Sun (1968)
The Soft Parade (1969)
Morrison Hotel (1970)
L.A. Woman (1971)
An American Prayer (1978)
Ποίηση του Μόρισον
The Lords and The New Creatures (1969).
An American Prayer (1970), American Prayer in 1983
Wilderness The Lost Writings Of Jim Morrison (1988).
The American Night: The Writings of Jim Morrison (1990).