”Ράμπο” μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μορέλ.
Ο Μορέλ έψαχνε όνομα για τον βασικό του χαρακτήρα, μια μέρα η γυναίκα του, του έφερε ένα μήλο ποικιλίας Ράμπο, απο την Πενσιλβάνια, του άρεσε το όνομα και το κράτησε.
Στο βιβλίο, ο Ράμπο δεν έχει μικρό όνομα, στην ταινία όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, εκεί γεννήθηκε ο Τζον Τζέιμς Ράμπο.
Ο Τζων Ράμπο (Σιλβέστερ Σταλόνε), ένας παρασημοφορημένος ήρωας των Ειδικών Δυνάμεων και πρώην βετεράνος του Βιετνάμ με ταραγμένο ψυχικό κόσμο, είναι η τέλεια φονική μηχανή σε συνθήκες ανταρτοπολέμου:
Έχει εκπαιδευτεί στα καμουφλάζ και στα ελαφριά όπλα.
Γυρίζοντας στην Αμερική μετά από τρία χρόνια στο Βιετνάμ, όπου ένιωθε χρήσιμος γεμάτος δράση και ευθύνες, αντιμετωπίζει έντονα το πρόβλημα της επιβίωσης και κυριεύεται από απογοήτευση.
Όταν όμως ο σερίφης μιας μικρής πόλης της πολιτείας της Ουάσινγκτον αρχίζει να του φέρεται άσχημα και να τον καταδιώκει, ξυπνάει μέσα του ο πρασινοσκούφης κομμάντο και αντιδρά βίαια προκειμένου να επιβιώσει.
Στην αρχή της ταινίας γυρεύει τον Ντέλμαρ Μπάρυ, έναν φίλο από την παλιά του μονάδα.
Φτάνοντας στο σπίτι του μαθαίνει από τη χήρα του Μπάρυ ότι πέθανε ένα χρόνο πριν από καρκίνο, τον οποίο «έφερε από το Βιετνάμ» ( πρόκειται μάλλον για συνέπεια του «Agent Orange» και άλλων τοξικών αποψίλωσης που έριχναν τα αμερικανικά στρατιωτικά αεροσκάφη πάνω από τη ζούγκλα του Βιετνάμ για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις των Βιετκόνγκ).
Ο Ράμπο συνειδητοποιεί ότι είναι πλέον ο τελευταίος της μονάδας του.
Δίνει στη χήρα του φίλου του τη φωτογραφία της μονάδας του νεκρού της συζύγου που έχει μαζί του και φεύγει δίχως να έχει συγκεκριμένο στόχο.
Στο δρόμο του συναντά τυχαία τον Γουίλ Τιζλ (Μπράιαν Ντένεχι), σερίφη της μικρής επαρχιακής πόλης Χόουπ.
Ο σερίφης τον οδηγεί έξω από την πόλη λέγοντας του ότι οι κάτοικοί της δεν θέλουν ανθρώπους του είδους του («Περιπλανώμενους»).
Όταν ο Ράμπο τον ρωτά για κοντινό εστιατόριο, του προτείνει ένα μέρος 30 μίλια μακριά από την πόλη.
Βγαίνοντας από το περιπολικό, ο Ράμπο ξεκινά και πάλι με κατεύθυνση την πόλη αγνοώντας τον Τιζλ.
Τότε αυτός τον συλλαμβάνει για αλητεία, αντίσταση κατά της αρχής και κατοχή όπλου (ένα βαρύ στρατιωτικό μαχαίρι) και τον πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα.
Εκεί ο σαδιστής αναπληρωτής σερίφης Αρτ Γκαλτ (Τζακ Στάριτ), τον κακομεταχειρίζεται και τον χτυπά.
Ο νεαρός υπάλληλος Μιτς (Ντέιβιντ Καρούζο) ξεκινά μια προσπάθεια να βοηθήσει τον Ράμπο, τελικά όμως διστάζει και παραμένει άπραγος. Κατά τη διάρκεια της κακομεταχείρισης, ο Ράμπο ξαναβιώνει τραυματικές σκηνές από το Βιετνάμ.
Έτσι, ένας από τους βοηθούς του σερίφη (που έχουν εντολή να το ξυρίσουν) τον πλησιάζει με ξυράφι, φέρνοντας στο μυαλό του τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ως αιχμάλωτος των Βιετκόνγκ.
Ο Ράμπο πανικοβάλλεται, αντιδρά βίαια και καταφέρνει να ελευθερωθεί και να δραπετεύσει από το αστυνομικό τμήμα παίρνοντας μαζί του το μαχαίρι του. Κλέβει μια μοτοσικλέτα και καταφεύγει στα κοντινά βουνά για να κρυφτεί.
Ο σερίφης και οι άντρες του όμως βρίσκονται ήδη στα ίχνη του, χρησιμοποιώντας ανιχνευτικά σκυλιά ντόμπερμαν.
Επειδή ο κυνηγημένος δε βρίσκει άλλο τρόπο να αποφύγει την σύλληψή του, σκαρφαλώνει σε έναν απότομο βράχο ενός φαραγγιού. Ο Γκαλτ, αγνοώντας την διαταγή του Τιζλ να συλλάβει το πλέον παγιδευμένο Ράμπο ζωντανό, προσπαθεί να τον πυροβολήσει από ελικόπτερο.
Απελπισμένος, αυτός δεν βλέπει άλλη έξοδο από το να πηδήξει στο ποτάμι που περνάει αρκετά μέτρα πιο κάτω, μέσα από το φαράγγι.
Πέφτει όμως σε δέντρα τα οποία τον κρατούν, αλλά τον τραυματίζουν άσχημα.
Όταν το ελικόπτερο εμφανίζεται και πάλι, ο Ράμπο το χτυπάει με πέτρα που αιφνιδιάζει τον πιλότο ο οποίος χάνει για λίγο τον έλεγχο του ελικόπτερου με αποτέλεσμα ο Γκαλτ να χάσει την ισορροπία του και να σκοτωθεί.
Αφού ο Ράμπο ράβει την πληγή στο χέρι του, προσπαθεί να παραδοθεί ειρηνικά με τα λόγια «Ήδη είναι ένας νεκρός. Δεν φταίω εγώ. Δεν θέλω να πάθει κανείς τίποτα άλλο.»
Ο Τιζλ όμως είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί το θάνατο του αναπληρωτή και μακροχρόνιου φίλου του.
Στο σημείο αυτό ο σερίφης και οι άντρες του παίρνουν σήμα και μαθαίνουν ότι ο Ράμπο είναι βετεράνος του Βιετνάμ, πρασινοσκούφης με μετάλλιο τιμής του Κογκρέσου: ήρωας πολέμου δηλαδή.
Ο αναπληρωτής σερίφης Μιτς προτείνει στον Τιζλ να παρατήσουν τον Ράμπο στην πολιτειακή αστυνομία και να επιστρέψουν στην Χόουπ.
Ο Τιζλ όμως δεν δέχεται και ξεκαθαρίζει ότι δεν τον ενδιαφέρουν τα μετάλλια του Ράμπο.
Κατόπιν οδηγεί τους άντρες του στο δάσος όπου βρίσκεται ο Ράμπο, ο οποίος στο μεταξύ έχει αρχίσει να αυτοσχεδιάζει και να οργανώνεται ώστε να μπορέσει να αμυνθεί χρησιμοποιώντας ανταρτική πολεμική τακτική.
Οι άπειροι άντρες του Τιζλ αποτελούν εύκολο στόχο για τον πρώην πρασινοσκούφη.
Ο Ράμπο σκοτώνει τα ντόμπερμαν και εξουδετερώνει τους άντρες, αλλά δεν τους σκοτώνει.
Έπειτα καταφέρνει να πλησιάσει τον Τιζλ και κρατώντας το μαχαίρι του στο λαιμό του τον προειδοποιεί και πάλι να σταματήσει:
«Θα μπορούσα να τους σκοτώσω όλους.
Θα μπορούσα να σκοτώσω εσένα. Εδώ, εγώ είμαι ο νόμος.
Μη το παρατραβάς… γιατί θα σου στήσω πόλεμο που δεν θα τον πιστεύεις. Ξέχασε το.»
Εξαφανίζεται και ο Τιζλ μένει πίσω σοκαρισμένος, αλλά αποφασισμένος να συνεχίσει στην πορεία του.
Στο μεταξύ τα γεγονότα μεταδίδονται στην τηλεόραση και τραβούν την προσοχή του συνταγματάρχη Σαμ Τράουτμαν (Ρίτσαρντ Κρένα), ο οποίος στρατολόγησε, εκπαίδευσε και τον διέταξε τον Ράμπο επί τρία χρόνια στο Βιετνάμ. Αμέσως προειδοποιεί τον σερίφη ότι η προσπάθειά τους να συλλαμβάνουν το Ράμπο θα είναι αυτοκαταστροφική επειδή η εκπαίδευση και η εμπειρία του πρώην πρασινοσκούφη τον κάνουν ανίκητο για οποιονδήποτε σερίφη.
Προτείνει να αφεθεί ελεύθερος ώστε να μην τραυματιστεί κανείς σοβαρά.
Ο Τιζλ όμως δεν δέχεται.
Μια μονάδα της Εθνοφρουράς ανακαλύπτει ότι ο Ράμπο κρύβεται σε ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο.
Οι στρατιώτες διστάζουν όμως να μπουν και να το ακολουθήσουν και τελικά αποφασίζουν να ανατινάξουν την είσοδο του ορυχείου με ρουκετοβόλο.
Ενώ όλοι πιστεύουν ότι ο κυνηγημένος δεν επέζησε την έκρηξη, αυτός ψάχνει στα τούνελ του ορυχείου να βρει άλλη έξοδο.
Ο Τιζλ ομολογεί απέναντι στον Τράουτμαν ότι με την ανατίναξη του Ράμπο νιώθει σαν να του έκλεψαν την ευκαιρία του και ότι ήθελε «με ευχαρίστηση» να τον σκοτώσει ο ίδιος.
Όταν ο Τράουτμαν του λέει ότι δεν ταιριάζει αυτό με το αστέρι του, ο Τιζλ απαντά ότι «καμία φορά μπερδεύεσαι».
Στο μεταξύ ο Ράμπο καταφέρνει και βγαίνει κοντά σε μια κεντρική οδό. Κλέβει ένα φορτηγό της Εθνοφρουράς με πολυβόλα Μ-60 και οπλισμένος επιστρέφει στην Χόουπ.
Φτάνοντας στην «ήρεμη, μικρή πόλη» του σερίφη Τιζλ, καταστρέφει ένα βενζινάδικο και διάφορα καταστήματα.
Για τελευταία φορά ο Τράουτμαν μιλά με τον Τιζλ και τον συμβουλεύει και πάλι να παρατήσει την μανιώδη του προσπάθεια να συλλάβει τον Ράμπο αλλά αυτός αρνείται και πάλι.
Αντ’ αυτού κρύβεται στην στέγη του τμήματος, περιμένοντας τον Ράμπο.
Αυτός εμφανίζεται και καταφέρνει να τραυματίσει άσχημα το σερίφη.
Πριν προλάβει όμως να τον σκοτώσει, ο Τράουτμαν μεσολαβεί και του λέει ότι δεν υπάρχει έξοδος, αφού 200 άνδρες της πολιτειακής αστυνομίας έχουν περιβάλει το κτήριο και ότι ο προσωπικός του πόλεμος τελείωσε.
Ο Ράμπο απαντά:
«Τίποτα δεν τελείωσε! Τίποτα! Δεν τελειώνουν έτσι απλά. Δεν ήταν δικός μου πόλεμος. Εσείς με φωνάξατε, όχι εγώ εσάς! Έκανα ότι μπορούσα για να νικήσουμε αλλά μερικοί δε μας άφηναν να νικήσουμε. Και γυρίζω πίσω στον κόσμο και τους βλέπω στο αεροδρόμιο. Διαδηλώσεις! Με λένε φονιά μωρών και μαλακίες! Ποιοι είναι αυτοί για να κάνουν διαδήλωση εναντίον μου;»
Στο τέλος θυμάται τον φρικτό θάνατο του φίλου του Τζόυ Ντάνφορθ, που «σκορπίστηκε σε κομμάτια» μετά από έκρηξη σε ένα μπαρ του Σαϊγκόν, όπου είχε πάει μαζί με το Ράμπο, όταν ένα αγόρι τάχα θα του καθάριζε τα παπούτσια:
«Πάνε εφτά χρόνια. Κάθε μέρα ξυπνάω και δεν ξέρω που είμαι. Δεν μιλάω σε κανένα. Για μέρες. Για εβδομάδες. Δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου.»
Κατόπιν παραδίδεται στους αστυνομικούς.
Το 1976 γίνεται η πρώτη συνεργασία μεταξύ του παραγωγού Τεντ Κότσεφ και των σεναριογράφων Μάικλ Κόζολ και Γουίλιαμ Σάκχαϊμ με σκοπό να κάνουν ταινία το μυθιστόρημα First Blood του Ντέιβιντ Μορέλ από το 1972.
Τα σχέδια αυτά όμως δεν βρίσκουν υποστήριξη επειδή οι υπεύθυνοι της Warner Bros. πιστεύουν ότι το αμερικανικό κοινό δεν είναι έτοιμο ακόμη για ταινία μα θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Κότσεφ προτείνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Σιλβέστερ Σταλόνε, ο οποίος δέχεται, με τον όρο να επεξεργαστεί το σενάριο μαζί με τον Κότσεφ.
Ο Κότσεφ κρίνει θετικά τις σχετικές προτάσεις του Σταλόνε, οι οποίες όμως απομακρύνουν την ταινία από το μυθιστόρημα του Μορέλ.
Στον Σταλόνε για παράδειγμα οφείλεται το ότι ο Ράμπο της ταινίας δε χρησιμοποιεί πυροβόλα όπλα τόσο όσο στο βιβλίο αλλά βασίζεται περισσότερο σε διάφορες τεχνικές που έμαθε στο Βιετνάμ.
Επίσης ήταν ιδέα του Σταλόνε ο Ράμπο να είναι λιγομίλητος.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι ο Ράμπο της ταινίας σκοτώνει πολύ λιγότερους ανθρώπους από ότι στο βιβλίο, όπου παρουσιάζεται σαν υπερβολικά αιμοβόρος κυνηγημένος.
Το τέλος γυρίζεται αρχικά όπως το λέει το μυθιστόρημα, όπου ο συνταγματάρχης Τράουτμαν σκοτώνει τον Ράμπο.
Ο Σταλόνε όμως επιμένει παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των παραγωγών να γυριστεί εναλλακτικό τέλος, όπου ο Ράμπο δεν σκοτώνεται και το οποίο τελικά θα χρησιμοποιηθεί στην ταινία.
Τα γυρίσματα της ταινίας αρχίζουν το 1981 στο Χόουπ της Βρετανικής Κολομβίας, Καναδάς.
Η προετοιμασία του Σταλόνε για τον ρόλο του συμπεριλαμβάνει εκπαίδευση στην μάχη σώμα με σώμα και σε τεχνικές επιβίωσης. Πολλά stunts τα κάνει ο ίδιος.
Το κόστος παραγωγής έφτασε κοντά στα 17 εκατομμύρια δολάρια ενώ αρχικά υπολογίστηκε περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια.
Οι εισπράξεις της ταινίας ανήλθαν παγκοσμίως στα 125 περίπου εκατομμύρια δολάρια, εντάσσοντάς την στην κατηγορία των περισσότερο κερδοφόρων ταινιών της εποχής εκείνης.
Για τον Σταλόνε ο Ράμπο ήταν ο ρόλος που έσωσε την καριέρα του καθώς μετά την επιτυχία των ταινιών Ρόκυ και Ρόκυ Νο 2 η μία εμπορική αποτυχία διαδεχόταν την άλλη.
Η κινηματογραφική ταινία αλλάζει σημαντικά το θέμα του μυθιστορήματος First Blood του Ντέιβιντ Μορέλ κάνοντας τον Ράμπο πιο συμπονετικό (του δίνεται π.χ. το όνομα John) και δαιμονοποιώντας τους αστυνομικούς.
Υπάρχει μια πλήρη αντιστροφή ρόλων που φαίνεται στο γεγονός ότι ο Ράμπο στην ταινία ποτέ δε σκοτώνει άμεσα αστυνομικούς, ή μάλλον δε σκοτώνει κανέναν.
Στην ταινία σκοτώνονται συνολικά τέσσερα άτομα: ο Γκαλτ που πέφτει από το ελικόπτερο και τρεις αστυνομικοί που βρίσκουν το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα.
Όλοι οι άλλοι επιζούν, ακόμη και ο Τιζλ.
Με την αντιστροφή αυτή των ρόλων ο Ράμπο ωθείται από την θέση του ψυχρού και αιμοβόρου δολοφόνου (που κατέχει στο μυθιστόρημα) στη θέση του ήρωα.
Ενώ στο βιβλίο βρίσκει τον θάνατο, στο τέλος της ταινίας παραδίδεται στον Τράουτμαν.
Η ταινία πήρε κυρίως καλές κριτικές και θεωρείται πρωτοποριακή στο είδος της, την οποία ακολούθησαν όχι μόνο τρεις συνέχειες, αλλά και αρκετές κινηματογραφικές λογοκλοπές.
Ο τίτλος του soundtrack της ταινίας είναι «It’s A Long Road». Συνθέτης είναι Τζέρυ Γκόλντσμιθ, τον στίχο έγραψε ο Χαλ Σέιπερ και τραγούδησε ο Νταν Χιλ.
Οι Μπαρτ Ρέινολντς και Τζων Τραβόλτα ήταν υποψήφιοι για τον ρόλο του Ράμπο.
Για τον ρόλο του συνταγματάρχη Σαμ Τράουτμαν αρχικά προοριζόταν ο Κερκ Ντάγκλας.
Λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα αυτός όμως παραιτήθηκε επειδή οι παραγωγοί δεν δέχτηκαν αλλαγές στο σενάριο και αντικαταστήθηκε με τον Ρίτσαρντ Κρένα.
Συνέχειες…
Ράμπο ΙΙ: Η Αποστολή (1985), Σκηνοθεσία: Τζωρτζ Κοσμάτος
Ράμπο III (1988), Σκηνοθεσία: Πήτερ Μακ Ντόναλντ
Τζον Ράμπο (2008), Σκηνοθεσία: Σιλβέστερ Σταλόνε
Ράμπο: Το τελευταίο αίμα[5], (2019), Σκηνοθεσία: Άντριαν Γκρούνμπεργκ