“Η μεγάλη του μπλαζέ σχολή”
Απο τον Ampalaeos
2 Ιουλίου 1995 στο μόλις προ ολίγων μηνών νεόκτιστο ΟΑΚΑ. Ο πρώτος καύσωνας έχει αρχίσει να κάνει βίαια την εμφάνισή του.
Οι Έλληνες φίλαθλοι δε σταματούν να φωνάζουν καθ’ όλη την διάρκεια του τελικού «Lietuva, Lietuva»αισθανόμενοι πως αδικήθηκαν στον ημιτελικό.
Ο Μαρτσουλιόνις είναι έτοιμος να κοπανήσει όλη την γραμματεία ενώ το θαύμα της φύσης σκέφτεται πώς θα γίνει να ξεμοναχιάσει τον συγχωρεμένο τον Στάνκοβιτς.
Οι Κροάτες με τη σειρά τους την ώρα της απονομής και της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου της Σερβίας αποχωρούν από το γήπεδο φανερά ενοχλημένοι.
Το βλέμμα του τεράστιου Τόνι Κούκοτς και του πολύ Ντίνο Ράτζα μαρτυρούν πως η μεγάλη των Πλάβι σχολή, αυτή που κάποτε κατακτούσε τον κόσμο, έχει διαλυθεί οριστικά.
Και κάπου μέσα στο γήπεδο σαν να μην συμβαίνει τίποτα, καμιά 15αρια Σέρβοι με λίγους οπαδούς τους ανεπηρέαστα πανηγυρίζουν σχεδόν εριστικά, την πρώτη τους παρουσία σε επίσημη διοργάνωση.
Μόλις είχε τελειώσει η αναμέτρηση Σερβίας – Λιθουανίας και οι Σέρβοι ήταν πρωταθλητές Ευρώπης.Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας διαλύθηκε και η ομάδα που σάρωσε τα πάντα στο διάβα της. Έγινε κομμάτια.
Τουλάχιστον μπασκετικά χωρίστηκε στα δύο.Όντας ως μισό το πρώτο της κομμάτι βρέθηκε να αντιμετωπίζει το 1992 τη μεγαλύτερη ομάδα που εμφανίστηκε και πάτησε ποτέ σε παρκέ επί της γης.
Την εξωγήινη Dream Team 1 των ΗΠΑ. Ύστερα ήρθε ο θάνατος του μέγιστου Ντράζεν και το μισό έγινε ακόμα μικρότερο. Μέχρι όταν ήρθε η στιγμή που το άλλο μισό εν είδει των Σέρβων μπήκε μέσα στο παρκέ.
Αναμφίβολα η εθνική Σερβίας απο το 1995 μέχρι το 2002 υπήρξε η κορυφαία εθνική ομάδα του κόσμου. Κέρδισε τα πάντα. Κέρδισε ημιτελικούς και τελικούς στις έδρες των αντιπάλων της.
Ενίοτε σε κάποια σημεία βοηθήθηκε, αλλά όταν χρειαστεί η ζυγαριά να μετρήσει, η πλάστιγγα θα γύρει στη μεριά που βρίσκεται η αξία της. Όταν κερδίζεις 3 ευρωπαϊκά, 2 παγκόσμια και παίρνεις 1 ασημένιο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες είναι ουτοπικό να αναζητούνται ψεγάδια. Αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο ήταν οι ίδιοι οι παίχτες της.
Οι 35 plus μπασκετικοί έχουν μεγαλώσει με δαύτους. Με κατάληξη – ιτς, με σνομπαρία, τουπέ, λόμπι, βρωμόχερο και το χειρότερο όλων εκνευριστικό εκείνο μπλαζέ ύφος που πολλές φορές αναρωτιόταν κανείς αν είναι συννενοημένο μέχρι που η ιστορία μας δίδαξε ότι ήταν έμφυτο.
Το ‘95 στην Αθήνα στον ημιτελικό ήταν ο τσογλαναράς bon viver με ύφος χιλίων καρδιναλίων Ντανίλοβιτς. Ήταν ο εριστικός πιτσιρικάς Μποντίρογκα και ο Σάβιτς που έτρωγε ψωμί στην Ελλάδα.
Στον τελικό ήταν ο αληταράς Σάσα Τζόρζεβιτς.Το ´96 στην Ατλάντα ήταν ο Πάσπαλι που με 2 πακέτα τσιγάρα τη μέρα έπαιζε μόνος του για ένα ημίχρονο την Dream Team 2 μέχρι ο Ντίβατς να μετατρέψει το παιχνίδι σε βαλκανικούς αγώνες πάλης καθώς οι διαφορές τότε μεταξύ ΗΠΑ και υπολοίπων ήταν ασύγκριτες.
Το ‘97 στην Ισπανία στον ημιτελικό ήταν ξανά ο Ντανίλοβιτς με το τουπέ του ομοδόξου να παίρνει ανθελληνικές διαστάσεις. Ήταν όμως ακριβώς το ίδιο και στον τελικό απέναντι στον Μάγερς.
Το 98′ στην Αθήνα για τρίτη φορά σε ημιτελικό κόντρα στην Ελλάδα ήταν ο Μποντίρογκα, πιο κρύος και από χιονάνθρωπο, που δεν καταλάβαινε ούτε από διαιτητικά παράπονα των αντιπάλων ούτε από την γιούχα 18.000 αντιπάλων οπαδών. Στον τελικό ήταν εκεί ο Ρέμπρατσα να καθαρίσει.Το 2001 στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ο Έλλην στρατηλάτης Πέτρος Κίνης, κατά κόσμον, Πρέτρανγκ Στογιάκοβιτς, που με στυλ εντελώς “Δεν σας βλέπω” άλωσε την Πόλη.
Το 2002 στην Ινδιανάπολη με νωπές ακόμα τις μνήμες από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι, ήταν στον ημιτελικό κόντρα στις ΗΠΑ ο Ντίβατς ενθυμούμενος τα χρόνια της νιότης του.
Ήταν ο Γκούροβιτς για να το βάλει από τα 7,5 μέτρα επιδεικνύοντας την ίδια αλαζονεία ακόμα και αν ο ίδιος ήταν δευτεροκλασσάτος.Στον τελικό ήταν ξανά ο Μποντίρογκα που αν ποτέ κρινόταν η τύχη της γης σε μία επίθεση μπάσκετ, θα του έδινες απευθείας τη μπάλα. Ήταν βέβαια και ο Πιτσίλκας για τους πιο κακεντρεχείς.
Αυτή ήταν η τελευταία φουρνιά από ό,τι είχε απομείνει από τη μεγάλη των Πλάβι σχολή. Βγήκαν και θα ξαναβγούν εξίσου μεγάλοι παίχτες. Ίσως και καλύτεροι. Το σημείο όμως που έκανε τόσο ξεχωριστούς τους αντιπαθητικούς για πολύ κόσμο “πορτοφολάδες” ήταν πως ήταν γεννημένοι winners. Γεννημένοι να επιβάλλονται κάτω ακόμα και από το καθεστώς πίεσης. Ενάντια στο κοινό. Μαριναρισμένοι από βαλκανιλίκι σε συνδυασμό με μια ανεξήγητα κοσμπολίτικη και γκλάμουρ αύρα. Πάντα ψυχροί. Πάντα εριστικοί. Πάντα να διαμαρτύρονται ακόμα και όταν ευνοούνταν. Αιώνιο τουπέ και ύφος μπλαζέ που έγραψε ιστορία.